Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρόβουνο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακρόβουνο [akróvuno] το, s. preced
:
  • poem κι ως την πεταχταριά στο ~ στον ήλιο στραφταλίσαν | ασημοκουδουνίζοντας πυκνά πα στους γκρεμούς κοπάδια (Kazantz Od 4.301) |
  • εκεί, εκεί έχει την αρχή ...| η ύπαρξη των μικρούτσικων θεών οπού πληθύναν, | ξεχύθηκαν και γέμισαν ακρόβουνα και κάμπους (Skipis) |
  • η πρώτη ανάρια συννεφιά η χινοπωρινή, | κεφαλοσκέπη χαμηλή στ' ακρόβουνα δεμένη (Loulakakis)

[cpd of άκρο βουνού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες