Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρόβαθρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακρόβαθρο [akróvaθro] το,
  • abutment (of bridge).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες