Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακρωτηριασμός ο [akrotiriazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ακρωτηριάζω. α. το κόψιμο και η αφαίρεση των άκρων: Οι ακρωτηριασμοί είναι από τα σοβαρότερα εργατικά ατυχήματα. H ποινή του ακρωτηριασμού συνηθιζόταν το Mεσαίωνα. β. αφαίρεση τμήματος: Mυστικές συμφωνίες προβλέπανε τον εδαφικό ακρωτηριασμό της χώρας. || ασύμφορη και επιζήμια περικοπή, αφαίρεση: Θεωρούσε ανεπίτρεπτο ακρωτηριασμό του κειμένου ακόμα και την πιο ασήμαντη παράλειψη.
[λόγ. < ελνστ. ἀκρωτηριασμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρωτηριασμός [akrοtiriazmós] ο,
- ① cutting off of limbs or of edges of things, mutilating, mutilation, mangling, mayhem (syn κολόβωση, κουτσούρεμα, σακάτεμα):
- πέθανε εξόριστος ύστερα από βασανιστήρια και ακρωτηριασμούς (Tatakis) |
- καταδικάζει τους ακρωτηριασμούς ως βάρβαρο και ανάξιο για Έλληνες πράγμα (id.) |
- αντιπαρέρχεται γοργά ... τις σκηνές των πληγών, των ακρωτηριασμών και των θανατώσεων (Sachinis)
- ⓐ surg amputation (syn ακρωτηρίαση)
- ② disadvantageous reduction, excessive and damaging diminution (syn υπερβολική περικοπή, ασύμφορη και επιζήμια σμίκρυνση):
- ο ~ της παιδείας είναι ολέθριος |
- γινόταν λόγος για ακρωτηριασμό της ελληνικής Mακεδονίας |
- η ένωση (της Kύπρου με την Eλλάδα) με ακρωτηριασμό της νήσου είναι κάκιστη λύση στην πραγματικότητα (Christidis) |
- η πρωτεύουσα (της βρεταννικής αυτοκρατορίας) δεν είχε υποστή κανένα ακρωτηριασμό (Chatzinis)
- ⓑ of works, books etc:
- ~ του έργου bad shortening of the work |
- η νέα έκδοση του βιβλίου είναι ~ της προηγούμενης έκδοσης |
- το έργο ειν' ευγενικό και είναι σεμνό ... όχι ακρωτηριασμούς και κολοβώματα υπομένοντας (Palam) |
- (ο Eυρωπαίος) έχει ρομαντικά στοιχεία μέσα του ... που μόνο με αφύσικους ακρωτηριασμούς μπορεί να τ' αποβάλη (Kanellop)
- ③ fig lessening, damage, emasculation:
- ~ της παιδείας |
- πώς έγινε αυτός ο ~ (sc της ψυχής), αυτή η αυτοκαταδίκη; (Theotokas) |
- με τον ακρωτηριασμόν της συνείδησης αναστέλλονται η αναφορικότητά της και η νοητική επεξεργασία των αισθητηριακών δεδομένων (Papanoutsos)
[fr K, PatrG ἀκρωτηριασμός, der of ἀκρωτηριάζω]
- ① cutting off of limbs or of edges of things, mutilating, mutilation, mangling, mayhem (syn κολόβωση, κουτσούρεμα, σακάτεμα):