Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακρωτηριάζω [akrotiriázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κόβω τα ακραία μέρη, τα άκρα ενός σώματος: Οι γιατροί αποφάσισαν να του ακρωτηριάσουν το πόδι, να του κόψουν. Aκρωτηριασμένα αγάλματα. 2. αφαιρώ από κτ. ένα σημαντικό τμήμα, μέρος: Δε θα δεχτούμε να ακρωτηριάσουμε την Kύπρο. Οι εκλογές ακρωτηρίασαν τη βενιζελική παμψηφία. Σώθηκαν λίγοι μόνο αποσπασματικοί στίχοι αλλά κι αυτοί ακρωτηριασμένοι, κουτσουρεμένοι, λειψοί.
[λόγ. < ελνστ. ἀκρωτηριάζω, αρχ. σημ.: `κόβω τα ακρωτήρια2΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακρωτηριάζω.
-
- Aκρωτηριάζω:
- (Kορων., Mπούας 48).
[αρχ. ακρωτηριάζω. H λ. και σήμ.]
- Aκρωτηριάζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρωτηριάζω [akrοtiriázo] ipf ακρωτηριάζα, aor ακρωτηρίασα, pass ακρωτηριάζομαι, subj ακρωτηριαστώ, ppp ακρωτηριασμένος
- ① mutilate, maim, mayhem:
- ακρωτηρίασαν το σώμα του σκοτωμένου |
- (αυτοκίνητα) ακρωτηριάζουν τους ανύποπτους πεζούς (Melas) |
- τον εξευτέλισε, τον ακρωτηρίασε, τον κρέμασε και πεθαμένο τον έγδαρε (Panagiotop) |
- προτείνει (ο Γεμιστός) να χρησιμοποιούνται οι κατάδικοι σε διάφορα έργα αντί να ακρωτηριάζωνται (Vacalop) |
- πολλές φορές τα έργα αφανίζονται ή ακρωτηριάζονται δεινά (Panagiotop) |
- έπεφταν επάνω στα αγάλματα με πελέκια κλ και τα αποτύφλωναν και τους ακρωτηρίαζαν τα γεννητικά όργανα (Floros)
- ⓐ surg amputate a limb (from):
- οι γιατροί ακρωτηρίασαν το σώμα του |
- τραυματίες και κρυοπαγημένοι τραβάγανε για τα ορεινά χειρουργεία ν' ακρωτηριαστούν (Terzakis)
- ② diminish, reduce (the volume, the extent, the state of), to disadvantage:
- η συνθήκη ακρωτηρίασε την εχθρική χώρα |
- δεν έχουμε δικαίωμα να δειχνόμαστε τόσο πρόθυμοι ν' ακρωτηριάσωμε την Kύπρο για χατίρι του NATO (to divide Cyprus into two) (Christidis) |
- το λαχάνιασμα που ακρωτηριάζει το χρόνο, που φθείρει τα πάντα (Panagiotop) |
- πνευματικές λειτουργίες καθώς η μνήμη πολυτιμότατες καταρρέουν ή ακρωτηριάζονται (fade) μπροστά στο προσφερόμενο μνημονικό υλικό (id.) |
- οι εκλογές ακρωτηρίασαν τη βενιζελική παμψηφία (Roussos)
- ⓑ fig eviscerate, emasculate, weaken (syn αδυνατίζω, εξασθενίζω, ευνουχίζω):
- η κυβέρνηση ακρωτηρίασε το πρόγραμμα |
- ο νόμος ακρωτηριάστηκε |
- έμπασε άλλη μια φορά τη θεότητα ... που είχε ακρωτηριάσει η ελληνική φιλοσοφία (Panagiotop)
- ⓒ deform, mangle (syn πραμορφώνω, παραποιώ):
- ο εκδότης θέλει ν' ακρωτηριάση το έργο
[fr LMG ακρωτηριάζω ← K]
- ① mutilate, maim, mayhem: