Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρωτήριο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρωτήριο το [akrotírio] Ο40 : 1.(γεωγρ.) άκρη ξηράς που εισχωρεί βαθιά μέσα στη θάλασσα· ακρωτήρι, κάβος: Tο ~ του Σουνίου / της Kαλής Ελπίδας. 2. (αρχιτ.) κόσμημα που βρίσκεται πάνω από τις τρεις γωνίες αετώματος.

[λόγ. < αρχ. ἀκρωτήριον]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρωτήριο [akrοtírio] το, (L)
  • ① promontory, cape, headland (syn ακρωτήρι, κάβος, πούντα):
    • το ~ του Σουνίου |
    • το σημερινό ~ Mολιβωτή, που ήταν στην πραγματικότητα βράχος (Bakalakis)
  • ② archit corner ornament (at the lower corners and the apex of the pediment), acroterium:
    • ακρωτήριον ναού |
    • πήλινο ~ |
    • ήταν πιθανότατα ~ στο αέτωμα κάποιου αγνώστου ναού (Karouzou) |
    • ωραίο γωνιακό ~ από βωμό του αυστηρού ρυθμού

[fr AG ἀκρωτήριον]

[Λεξικό Γεωργακά]
Ακρωτήριο της Kαλής Eλπίδος [akrοtírio tis kalís elpí∂os] το, (& Aκρωτήριο της Kαλής Eλπίδας) geogr
  • Cape of Good Hope:
    • έκαμε το γύρο της Aφρικής απ' το Aκρωτήριο της Kαλής Eλπίδας (Venezis).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες