Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρωτήρι
19 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρωτήρι το [akrotíri] Ο44 : ακρωτήριο1.

[μσν. ακρωτήρι(ν) < αρχ. ἀκρωτήριον]

[Λεξικό Κριαρά]
ακρωτήρι το,
βλ. ακρωτήριν.
[Λεξικό Γεωργακά]
ακρωτήρι [akrοtírι] το,
  • promontory, headland, cape (syn in ακρωτήριο 1):
    • περάσαμε το ~ |
    • όταν κατέλαβαν το Σούνιο, φρόντισαν να οχυρώσουν το ~ (Varelas) |
    • το τελευταίο βορειοανατολικό ~ του νησιού (Karouzos) |
    • poem της εφαινότουν πόφευγε | του ακρωτηριού το κύμα (Markoras) |
    • στα τραχιά μονοπάτια, στ' ακρωτήρια | του συντριμμού και του γκρεμού με πάτε; (Palam) |
    • όνομα κανένα δεν το χωρεί | και στάθηκε ~ | που το γλείφει η θάλασσα (Papatsonis) |
    • απ' το ψηλό ~ πλημμυρούσε | μιαν ευωδιά πρωτάκουστη, χυμένη | απ' τ' ανθισμένα δέντρα που φιλούσαν | τα πλευρισμένα σκάφη (Vrettakos)

[fr MG ακρωτήριν, ακρωτήρι ← AG ἀκρωτήριον; cf Liudprand, Leg. 212.24f.]

[Λεξικό Γεωργακά]
Ακρωτήρι [akrοtírι] το, geogr
  • ① name of a number of capes and peninsulas in Greece
  • ② name of settlements, such as those in Crete and Thera.
[Λεξικό Γεωργακά]
ακρωτηριαζόμενος, -η, -ο [akrοtiriazómenos]
  • being cut off:
    • αν τα ακρωτηριαζόμενα μέλη μ' όλο το μυθισμό τους τοποθετηθούν στη θέση τους, ο λόγος ανεβαίνει στη σαφήνεια (Spandonidis)

[prpp of ακρωτηριάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρωτηριάζω [akrotiriázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κόβω τα ακραία μέρη, τα άκρα ενός σώματος: Οι γιατροί αποφάσισαν να του ακρωτηριάσουν το πόδι, να του κόψουν. Aκρωτηριασμένα αγάλματα. 2. αφαιρώ από κτ. ένα σημαντικό τμήμα, μέρος: Δε θα δεχτούμε να ακρωτηριάσουμε την Kύπρο. Οι εκλογές ακρωτηρίασαν τη βενιζελική παμψηφία. Σώθηκαν λίγοι μόνο αποσπασματικοί στίχοι αλλά κι αυτοί ακρωτηριασμένοι, κουτσουρεμένοι, λειψοί.

[λόγ. < ελνστ. ἀκρωτηριάζω, αρχ. σημ.: `κόβω τα ακρωτήρια2΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ακρωτηριάζω.
  • Aκρωτηριάζω:
    • (Kορων., Mπούας 48).

[αρχ. ακρωτηριάζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρωτηριάζω [akrοtiriázo] ipf ακρωτηριάζα, aor ακρωτηρίασα, pass ακρωτηριάζομαι, subj ακρωτηριαστώ, ppp ακρωτηριασμένος
  • ① mutilate, maim, mayhem:
    • ακρωτηρίασαν το σώμα του σκοτωμένου |
    • (αυτοκίνητα) ακρωτηριάζουν τους ανύποπτους πεζούς (Melas) |
    • τον εξευτέλισε, τον ακρωτηρίασε, τον κρέμασε και πεθαμένο τον έγδαρε (Panagiotop) |
    • προτείνει (ο Γεμιστός) να χρησιμοποιούνται οι κατάδικοι σε διάφορα έργα αντί να ακρωτηριάζωνται (Vacalop) |
    • πολλές φορές τα έργα αφανίζονται ή ακρωτηριάζονται δεινά (Panagiotop) |
    • έπεφταν επάνω στα αγάλματα με πελέκια κλ και τα αποτύφλωναν και τους ακρωτηρίαζαν τα γεννητικά όργανα (Floros)
  • ⓐ surg amputate a limb (from):
    • οι γιατροί ακρωτηρίασαν το σώμα του |
    • τραυματίες και κρυοπαγημένοι τραβάγανε για τα ορεινά χειρουργεία ν' ακρωτηριαστούν (Terzakis)
  • ② diminish, reduce (the volume, the extent, the state of), to disadvantage:
    • η συνθήκη ακρωτηρίασε την εχθρική χώρα |
    • δεν έχουμε δικαίωμα να δειχνόμαστε τόσο πρόθυμοι ν' ακρωτηριάσωμε την Kύπρο για χατίρι του NATO (to divide Cyprus into two) (Christidis) |
    • το λαχάνιασμα που ακρωτηριάζει το χρόνο, που φθείρει τα πάντα (Panagiotop) |
    • πνευματικές λειτουργίες καθώς η μνήμη πολυτιμότατες καταρρέουν ή ακρωτηριάζονται (fade) μπροστά στο προσφερόμενο μνημονικό υλικό (id.) |
    • οι εκλογές ακρωτηρίασαν τη βενιζελική παμψηφία (Roussos)
  • ⓑ fig eviscerate, emasculate, weaken (syn αδυνατίζω, εξασθενίζω, ευνουχίζω):
    • η κυβέρνηση ακρωτηρίασε το πρόγραμμα |
    • ο νόμος ακρωτηριάστηκε |
    • έμπασε άλλη μια φορά τη θεότητα ... που είχε ακρωτηριάσει η ελληνική φιλοσοφία (Panagiotop)
  • ⓒ deform, mangle (syn πραμορφώνω, παραποιώ):
    • ο εκδότης θέλει ν' ακρωτηριάση το έργο

[fr LMG ακρωτηριάζω ← K]

[Λεξικό Κριαρά]
Ακρωτηριανός ο.
  • O κάτοικος της περιοχής του Aκρωτηρίου Χανίων:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1586).
  • Tο θηλ. ως ουσ.= ονομασία μονής της Παναγίας στη Σητεία (μονή Τοπλού):
    • (αυτ. 25217).

[<τοπων. Aκρωτήρι + κατάλ. ιανός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρωτηρίαση η [akrotiríasi] Ο33 : ακρωτηριασμός.

[λόγ. < αρχ. ἀκρωτηρία(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες