Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρυλικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρυλικός -ή -ό [akrilikós] Ε1 : α.(χημ.): Aκρυλικό οξύ, οργανική ένωση που ανήκει στα ακόρεστα οξέα. β. (για είδος συνθετικών προϊόντων): Aκρυλικές ίνες. Aκρυλικά υφάσματα. || (ως ουσ.) τα ακρυλικά.

[λόγ. < αγγλ. acrylic (-yl- < αρχ. ὕλη, -ic = -ικός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρυλικός, -ή, -ό [akrilikós] chem
  • ① acrylic:
    • ακρυλικό οξύ acrylic acid |
    • ακρυλική ρητίνη acrylic resin |
    • κουβέρτες ακρυλικές acrylic blankets
  • ② noun, τα ακρυλικά dent. acrylics

[fr ISV, Eng acrylic]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες