Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροώμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ακροώμαι· μτχ. ενεστ. ακροούμενος.
  • Γίνομαι δεκτός σε ακρόαση:
    • Περί του … αβαμπαρλιέρη πότε χρη έσται ακροούμενος (Aσσίζ. 2835).

[αρχ. ακροώμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροώμαι [akroóme] (L) aor ακροάστηκα
  • ① listen attentively, heed (syn in ακροάζομαι 1):
    • το πλήθος κάθε φυλής και κάθε αίρεσης ... ακροάται εμβρόντητο, μεταρσιωμένο (Athanasiadis-N) |
    • αυτή τη μουσική την ακροάται ο νους όχι με το αφτί, είναι ένας ύμνος της δόξας του Θεού (Tatakis) |
    • τις ακροάστηκαν (sc τις τρεις νότες) όλα τα δέντρα, τα χόρτα και τα έντομα (Myriv)
  • ⓐ med examine, auscultate (syn ακροάζομαι 1b)
  • ② attend lectures, lessons etc (syn παρακολουθώ, φοιτώ)
  • ③ grant an audience (syn in ακροάζομαι 2)

[fr K ἀκροῶμαι; cf dial ModG ακροάμαι, ακροϊέμαι, ακρούμαι, ακρώννομαι, MG prp ακροούμενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες