Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρούλα [akrúla] η,
- ① (little) end or edge or corner (syn ακρίτσα):
- διαβάζει σε μιαν ~ |
- θέλω την ~ μου, την ησυχία μου και το σκάκι μου (Xenop) |
- άπλωσαν τα χράμια σε μιαν ~ και λαγοκοιμήθηκαν (Panagiotop) |
- (οι δυο γειτόνισσες) της σιγοκουβεντιάζουν εκεί στην ~ (Skipis) |
- ένοιωθε σαν ένα μόριο σκόνης τοσοδά ακουμπισμένο σε μιαν ~ του μεγάλου δρόμου (DOikonomidis) |
- poem χαίρε, τσιγγάνικο πουλί, σε μια σκεπούλα απάνεμη | σε μια φτωχήν ~ (Skipis) |
- φεύγοντας η Xίλαρυ μου έβαλε στην παλάμη | την ~ ενός σπάγγου (NFokas) |
- και τώρα που άλλο δε ζητούσα | παρά μι' ~ χειμαδιό (AKyriazis)
- ② place, nook, corner (in printed matter or literary work):
- της Aθήνας οι εφημερίδες έγραφαν σε μιαν ~ τα εξής (Palam) |
- η λογική είχε κατακλύσει το μυθιστόρημα "Πρίγκιπες" και δεν είχε αφήσει ούτε μια ~ στην ποίηση, που δίνει τον παλμό σε κάθε λογοτεχνικό έργο (Charis)
[der of άκρα w. suff -ούλα]
- ① (little) end or edge or corner (syn ακρίτσα):