Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροφύσιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακροφύσιο [akrofísio] το,
  • nozzle, tip (syn μπεκ)

[fr AG ἀκροφύσιον 'pipe of a pair of bellows']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες