Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροσύνορα [akrοsínora] τα, lit
- ① frontier:
- poem κι όλο τραβάω στ' αλλουμακριά και φτάνω πέρα ως πέρα | στην άκρη, στ' ~, και μάκρος δε γνωρίζω, | ο Διγενής γιατ' είμ' εγώ (Palam) |
- ... και πρωτοξεμυτίζει | στ' αρμένικα ~, του Πέρση κληρονόμος, |... ο Tούρκος (id.)
- ② fig bounds:
- poem στου ύπνου και ξύπνου τ' ~ πεταλουδίζει ο νους του (Kazantz Od 9.437)
[cpd of άκρα & σύνορα]
- ① frontier: