Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροστόλι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακροστόλι [akrοstóli] το, (L)
  • ① naut figurehead (syn in ακρόπρωρο)
  • ② archit ornament on a corner of a building

[fr L ακροστόλιον, cpd of άκρον & στολή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροστόλιο το [akrostólio] Ο42 : (λόγ.) ακρόπρωρο.

[λόγ. < ελνστ. ἀκροστόλιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες