Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροστασία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροστασία η [akrostasía] Ο25 : (γυμν.) άσκηση κατά την οποία το σώμα σηκώνεται αργά στηριζόμενο στα δάχτυλα των ποδιών.

[λόγ. ακρο- 3 + στάσ(ις) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροστασία [akrοstasía] η, gym
  • standing on tiptoe

[cpd of τα άκρα & -στασία; cf ορθοστασία etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες