Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρορρίζιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακρορρίζιο [akrοrízio] το, dent. (L)
  • apex of a root.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες