Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροποσθία η [akroposθía] Ο25 : (ανατ.) το άκρο της πόσθης (του δέρματος του πέους) που καλύπτει τη βάλανο· ακροβυστία: Ο χαλινός της ακροποσθίας. Aφαίρεση της ακροποσθίας, περιτομή.
[λόγ. < αρχ. ἀκροποσθία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροποσθία [akroposθía] η, anthropol
- prepuce, foreskin (syn ακροβυστία 1)
[fr AG ἀκροποσθία 'tip of the foreskin']