Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροπατώ [akropató] Ρ10.11α : πατώ στις άκρες των ποδιών· πατώ στα νύχια: Πλησίασε ακροπατώντας, για να μην τους ξυπνήσει / για να μην ταράξει το γαλήνιο μεγαλείο της προσευχής του.
[ακρο- 2 + πατώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροπατώ [akropató] &, κροπατάω, ακροπατείς & ακροπατάς, prp ακροπατώντας, region. & lit
- walk on tiptoes, tiptoe (syn βαδίζω ακροποδητί, περπατώ στα νύχια):
- ακροπατάω στα νύχια μέσα στο σπίτι |
- ο καπετάνιος ροβόλαγε ακροπατώντας |
- σαν ελαφάκι ακροπατούσε η μικρούλα |
- ο δούλος τον ακολούθησε ακροπατώντας (Panagiotop) |
- τρία φιδολυγερά μελαχρινά κορίτσια ορμούσαν μέσα στην αίθουσα ακροπατώντας στις μύτες των ποδιών (Roufos) |
- οι γυναίκες περιδιάβαζαν όπως οι γάτες ακροπατώντας στα νύχια τους (LAkritas) |
- poem ακροπατά το κάθε ησκιόζωο να σε φτάση (Melachrinos) |
- κι αναγάλλιουν | τα προύντζινα στερεά αντικνήμια τους ν' ακροπατούν τα βράχια (Kazantz Od 13.785) |
- κι ως πια ακροπάτησε τη φαλακρή βουνοκορφή ...|...| τρεμόπαιξαν τ' αδρά ματόφυλλα το κλάμα ν' αναγείρουν (ib 1.800) |
- γυμνόστηθες παρθένες | ακροπατώντας στις αιχμές των βράχων | ανεβαίνουν (Stefanou)
[cpd of ακρο & πατώ]
- walk on tiptoes, tiptoe (syn βαδίζω ακροποδητί, περπατώ στα νύχια):