Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρολοφία [akrolofía] η, (L) anat
- crest:
- ηβική ~ pubic crest |
- κνημιαία ~ crest of the tibia |
- dent. crest
[fr K ἀκρολοφία 'mountain ridge, hilly country', der of K ἀκρόλοφος]
- crest: