Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρολίμανο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρολίμανο το [akrolímano] Ο41 : (λαϊκότρ.) η άκρη λιμανιού.

[ακρο- 1 + λιμάν(ι) -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρολίμανο [akrolímano] το,
  • edge of harbor, harbor front:
    • στ' ~ το χαμηλό είχε συντρέξει της χώρας το γυναικομάνι ανήσυχο (Vlachogiannis) |
    • poem ούτ' έν' άσπρο μαντήλι δεν το χαιρετάει | τώρα που απ' τ' ~ σιγά περνάει (Ouranis) |
    • τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι | που γέρασαν και τώρα λαβωμένα |...| σαπίζουν στ' ακρολίμανα δεμένα (id.)

[cpd of άκρο & λιμάνι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες