Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροκεφαλία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροκεφαλία η [akrokefalía] Ο25 : (ιατρ., ανθρωπολ.) παραμόρφωση του κρανίου που χαρακτηρίζεται από την κωνοειδή και σε ύψος ανάπτυξή του.

[λόγ. < γαλλ. acrocéphalie < acrocéphal(e) = ακροκέφαλ(ος) -ie = -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροκεφαλία [akrocefalía] η, (L) anthropol
  • congenital deformity of the cranium owing to early synostosis of the parietal and occipital bones, acrocephaly = oxycephaly (syn υψικεφαλία)

[der of ακροκέφαλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες