Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροκέραμο το [akrokéramo] Ο42 & ακροκέραμος ο [akrokéramos] Ο20α : διακοσμητικό κεραμίδι που τοποθετείται στις άκρες μιας στέγης, ενός κτίσματος ή στις γωνίες ενός αετώματος.
[λόγ. ακρο- 1 + κέραμος και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροκέραμο [akrocéramo] το, anc archit
- antefix:
- πέρα για πέρα την κορνίζα του τη στεφάνωνε σειρά ακροκέραμα, όρθιο κρουστό φεστόνι (Terzakis)
[fr ακροκέραμος; AG κέραμος has pl n κέραμα]
- antefix:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροκέραμος [akrocéramos] η, anc archit
- decorative tile end, antefix:
- υπάρχουν κομμάτια από πήλινες ακροκεράμους (Varelas) |
- μικρή επιτάφια στήλη ενός αγοριού με επιστύλιο και ακροκεράμους (Karouzou)
[cpd of άκρος & κέραμος]
- decorative tile end, antefix: