Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροθιγώς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροθιγώς [akroθiγós] επίρρ. : (λόγ.) επιφανειακά, όχι σε βάθος· απέξω απέξω. ANT σε βάθος, λεπτομερειακά: ~ συζητήσαμε πολλά θέματα.

[λόγ. < ελνστ. ἀκροθιγῶς]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροθιγώς [akroθiγós] (L) (& [T
  • heodorakop] ακρόθιγα) adv cursorily, lightly, slightly (syn ελαφρά, απέξω απέξω, ant ακριβώς, κατά βάθος, λεπτομερώς):
    • καταπιάστηκε ~ με το ζήτημα |
    • ~ εξέτασε (μελέτησε) το θέμα |
    • το λογικό ακρόθιγα μονάχα αγγίζει τα πράγματα (Theodorakop)

[fr K, PatrG ἀκροθιγῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες