Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροθαλασσιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροθαλασσιά η [akroθalasxá] Ο24 : το μέρος της ακτής που βρέχεται από τη θάλασσα· ακρογιαλιά: Έχει ένα μικρό σπιτάκι με κήπο στην ~.

[ακροθαλάσσ(ι) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροθαλασσιά [akroθalasjá] η,
  • sea's edge, waterside, seaboard, shore, beach (syn in ακρογιάλι a):
    • έρημη, ήσυχη ~ |
    • η ~ του Σαρωνικού, της Kαβάλας |
    • οι ακροθαλασσιές του Eιρηνικού |
    • βάδιζαν (περπατούσαν) στην ~ |
    • μαζεύτηκε όλο το νησί στην ~ |
    • είδαν ένα πλεούμενο να βάνει πλώρη κατά τη δική τους ~ |
    • το μονοπάτι φέρνει στην ~ |
    • έχτισε σπίτι μεγάλο στην ~ |
    • σπίτια χτισμένα στην ~ |
    • κρινολούλουδα φύτρωναν στην ~ |
    • folkt σα φτάσανε σε μιαν ~, βρίσκουν άλλον καβαλάρη (Megas) |
    • εκεί που στεκότανε στην ~, ήρθε και βγήκε μπροστά της ένα μεγάλο ψάρι (Loucatos) |
    • τα μετακόμιζαν στην ~ για να τα φορτώσουν σε βάρκα ή σε πλοίο (Drosinis) |
    • η Mικρασία κατέβηκε στην ~, ορφανεμένη, ξεσπιτωμένη ... και τα καράβια φορτώθηκαν τ' απομεινάρια της (Panagiotop) |
    • poem κ' είναι σα στύλος άπλαστος, γρανίτης ριζωμένος | κάπου στην ~ (Palam) |
    • ήταν, θυμούμαι, στην ~, ανάμεσα στα κόκκινα | δίχτυα (Seferis) |
    • της ακροθαλασσιάς η ρόδινη λουρίδα το πρωί (Vrettakos) |
    • ... κ' εγώ είχα πιάσει | στις ακροθαλασσιές του έρμο βραχάκι | και ξεχάστηκα εκεί, τα εδώ απολησμονώντας (Athanasoulis)

[fr *ακροθαλασσία, der of ακροθάλασσα (thrice in Palam), cpd of άκρη θάλασσας, after nouns in -ία such as παραλία; cf ακρογιαλιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες