Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροδέκτης ο [akroδéktis] Ο10 : (τεχν.) εξάρτημα από αγώγιμο μέταλλο που προσαρμόζεται στην άκρη ηλεκτρικού καλωδίου, για την εύκολη και σταθερή σύνδεσή του με ηλεκτρική μηχανή ή συσκευή.
[λόγ. ακρο- 1 + δέκτης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροδέκτης [akro∂éktis] ο, electr (L)
- terminal, socket, end fitting, lug terminal, plug, binding post, lead connection:
- ~
[cpd of άκρος & δέκτης]
- terminal, socket, end fitting, lug terminal, plug, binding post, lead connection: