Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροδάχτυλο το [akroδáxtilo] Ο41 : η άκρη του δαχτύλου.
[μσν. ακροδάκτυλο(ν) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ακρο- 1 + δάκτυλο(ν)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροδάχτυλο [akro∂áxtilo] το,
- ① fingertip (syn of pl ακροδαχτύλια):
- μου μπήκε αγκάθι στ' ~ |
- χάιδεψε το παιδί με τ' ακροδάχτυλα |
- τον άγγιξε με τ' ακροδάχτυλό του |
- υπάρχουν ευαίσθητα χείλια κι ακροδάχτυλα, που όταν ζυγώνη η καταιγίδα νοιώθουν απάνω τους μερμηδίσματα (Kazantz) |
- τα βαμμένα με κινά ακροδάχτυλα ακούμπησαν κάποτες ανάλαφρα πάνω στα μελίγγια (Myriv) |
- κι ο πικρός λογισμός κατεβαίνει από τα φρένα στ' ακροδάχτυλα και το κορμί μουδιάζει (Panagiotop) |
- τους αγκάλιασε όλους με το βλέμμα ... παίζοντας στ' ~ μια ψίχα (TAthanasiadis) |
- poem τα χείλια του και τ' ακροδάχτυλα, τ' αρθούνια μερμηδίζαν (Kazantz Od 5.188) |
- άσε ν' αγγίξω τ' άγια γόνα σου με τ' ακροδάχτυλά μου (ib 17.802) |
- με τ' ακροδάχτυλό της μου 'γνεψε | να σταματήσω του θαλασσομάχου (Skipis) |
- να τον πάλι | που ψαύει το σκοινί με τ' ακροδάχτυλα· ανεβαίνει τη σκάλα, | ισορροπεί, χαμογελάει (Ritsos)
- ⓐ tiptoes (syn άκρες των δαχτύλων [s. άκρη 3]; cf ακρονύχι 1):
- τ' ακροδάχτυλα των ποδιών |
- περπατεί με τ' ακροδάχτυλα |
- μπήκε πατώντας στ' ακροδάχτυλα |
- με τ' ακροδάχτυλα των ποδιών γεμάτα ελκυστικές πιρουέτες (Panagiotop) |
- poem ... τον προφταίνει αγάλια | να περπατάη με τ' ακροδάχτυλα στις ροδαυλές κι ως κλέφτης | ν' απλοχεράη αρπαχτά στον προύντζινο της ξώπορτας περάτη (Kazantz Od 2.1462)
- ② the little finger (syn το μικρό δάχτυλο, kath ωτίτης):
- folks. είχε και στ' ακροδάχτυλον πανώριον δαχτυλίδι (Passow)
[fr MG ακροδάκτυλον 'thumb', cpd of άκρον δακτύλου or άκρον δάκτυλον ← AG ἄκρος δάκτυλος]
- ① fingertip (syn of pl ακροδαχτύλια):