Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακρογιαλιά η [akrojalá] Ο24 : η ομαλή και στρωμένη με άμμο ή χαλίκια άκρη της ξηράς· ο γιαλός: Στην άμμο, στην ~, καθίσαμε όλοι προς το βράδυ. Kατασκηνώσαμε στην ~.
[ακρογιάλ(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακρογιαλιά η.
-
- Παραλία:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1848).
[<ουσ. ακρογιάλιν + κατάλ. ‑ιά. H λ. και σήμ.]
- Παραλία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρογιαλιά [akroyaljá] η, (sea)
- shore, foreshore, seaside, strand, beach (syn in ακρογιάλι):
- πήγαινα ~ |
- δέσε τη βάρκα στην ~ |
- ψαρεύουνε στις ακρογιαλιές |
- απόκρημνη ~, έρημη ~ |
- γραφικές ακρογιαλιές, όμορφες ακρογιαλιές |
- χαλίκια της ακρογιαλιάς (syn βότσαλα, χοχλάδια) |
- και οι δυο τον ίδιο δρόμο είχαμε πάρει της ακρογιαλιάς (Palam) |
- ένα χουχλιδάκι να 'ναι ανακατωμένο μέσα στην αμμουδιά της λεσβιακής ακρογιαλιάς (Myriv) |
- καθόμασταν σ' ένα ταβερνάκι στην ~ της Bούλας (Theotokas) |
- poem δεν ακούεται ούτ' ένα κύμα | εις την έρμη ~ (Solom) |
- ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κ' οι βράχοι (id.) |
- αράξαμε σ' ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά (Seferis) |
- θάλασσα ... να πάμε |...| να μας χτυπούν οι ακρογιαλιές και να γυρνάμε | μες στα βαθιά τα πέλαγα πάλε μαζί (Malakasis)
[fr LMG ακρογιαλιά, der of LMG ακρογιάλι]
- shore, foreshore, seaside, strand, beach (syn in ακρογιάλι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρογιαλιάς [akroyaljás] adv
- along the seashore (syn ακρογιαλιά used adv)
[fr ακρογιαλιά]