Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρογιάλι
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρογιάλι το [akrojáli] Ο44 : (λογοτ.) ακρογιαλιά.

[ακρο- 1 + γιαλ(ός) -ι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρογιάλι [akroyáli] το, (sea)
  • shore, seaboard, seaside, coast (syn ακρογιαλιά, ακροθαλάσσι, ακροθάλασσο, ακροθαλασσιά, ακροπελαγιά, ακτή, γιαλός, παραλία, περιγιάλι):
    • απάνεμο, έρημο, μεγάλο, όμορφο ~ |
    • βουνό και ~ |
    • κατεβήκαμε στο ~ |
    • ας πάμε στο ~ |
    • folkt εσύ κάτσε εδώ στ' ~ και πιε το τσιγάρο σου |
    • δυο ήτανε τότε οι μεγάλοι αστέρες που συγκέντρωναν την κοινή προσοχή σ' αυτό το ~, που το καλοκαίρι γινόταν η βιτρίνα της αθηναϊκής αφρόκρεμας (Melas) |
    • στα σκαμμένα σπλάχνα γραφικών βράχων των ακρογιαλιών βρίσκονται τάφοι αρχαίων Pοδίων (Ouranis) |
    • folks. κι αντιφάνηκε τ' άσπρο παχύ της πόδι | κ' έλαμψε ο γιαλός κ' έλαμψε τ' ~ (Theros) |
    • poem ή ψαράδες στ' ~ | ή διαβάτες στην οικιά (Solom transl of Metast) |
    • ... άμποτε |...| να ιδούν κ' εκείνα γλήγορα | το ποθητό ~ (Markoras) |
    • ξέρω το πρόσχαρο ~ | όλο το κύμα το φιλεί (Palam) |
    • σα να σε λίκνιζε απαλός θαλασσινός αγέρας | σ' έν' ~ που κανείς δεν το 'χει ονειρευθή (Panagiotop)
  • ⓐ shoreline:
    • κανένα κράτος του κόσμου, του είπε, δεν έχει ανάλογα με τον τόπο του τόσο μεγάλο ~ (Melas in Charis)

[fr LMG ακρογιάλι, cpd of άκρο γιαλού; cf ακροθαλάσσι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρογιαλιά η [akrojalá] Ο24 : η ομαλή και στρωμένη με άμμο ή χαλίκια άκρη της ξηράς· ο γιαλός: Στην άμμο, στην ~, καθίσαμε όλοι προς το βράδυ. Kατασκηνώσαμε στην ~.

[ακρογιάλ(ι) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
ακρογιαλιά η.
  • Παραλία:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1848).

[<ουσ. ακρογιάλιν + κατάλ. ιά. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρογιαλιά [akroyaljá] η, (sea)
  • shore, foreshore, seaside, strand, beach (syn in ακρογιάλι):
    • πήγαινα ~ |
    • δέσε τη βάρκα στην ~ |
    • ψαρεύουνε στις ακρογιαλιές |
    • απόκρημνη ~, έρημη ~ |
    • γραφικές ακρογιαλιές, όμορφες ακρογιαλιές |
    • χαλίκια της ακρογιαλιάς (syn βότσαλα, χοχλάδια) |
    • και οι δυο τον ίδιο δρόμο είχαμε πάρει της ακρογιαλιάς (Palam) |
    • ένα χουχλιδάκι να 'ναι ανακατωμένο μέσα στην αμμουδιά της λεσβιακής ακρογιαλιάς (Myriv) |
    • καθόμασταν σ' ένα ταβερνάκι στην ~ της Bούλας (Theotokas) |
    • poem δεν ακούεται ούτ' ένα κύμα | εις την έρμη ~ (Solom) |
    • ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κ' οι βράχοι (id.) |
    • αράξαμε σ' ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά (Seferis) |
    • θάλασσα ... να πάμε |...| να μας χτυπούν οι ακρογιαλιές και να γυρνάμε | μες στα βαθιά τα πέλαγα πάλε μαζί (Malakasis)

[fr LMG ακρογιαλιά, der of LMG ακρογιάλι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρογιαλιάς [akroyaljás] adv
  • along the seashore (syn ακρογιαλιά used adv)

[fr ακρογιαλιά]

[Λεξικό Κριαρά]
ακρογιάλιν το· ακρογιάλι.
  • Aκρογιαλιά, παραλία:
    • (Eρωτόκρ. B´ 473).

[<επίθ. άκρος + ουσ. γιαλός. O τ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρογιαλίτης, -ισσα, -ικο [akroyalítis]
  • of the seashore, dwelling on the coast (syn περιγιαλίτης)

[der of ακρογιάλι or ακρογιαλιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρογιαλίτικος, -η, -ο [akroyalítikos]
  • pertaining to the seaside, living on the coast (syn in ακρογιαλήσιος)

[der of ακρογιαλίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες