Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροβυστία η [akrovistía] Ο25 : η ακροποσθία.
[λόγ. < ελνστ. ἀκροβυστία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακροβυστία η· ακροβυστιά.
-
- H άκρη του δέρματος του ανδρικού αιδοίου:
- να πορτομήσετε τη σάρκα της ακροβυστιάς σας (Πεντ. Γέν. XVII 11)·
- (ως σύστ. αντικ., σε μεταφ., προκ. για αποχή από κ. ακάθαρτο):
- (αυτ. Λευιτ. XIX 23 (βλ. ακροβυστιάζω)·)>
- (σε μεταφ. προκ. για πνευματικό καθαρμό):
- να πορτομήσετε την ακροβυστιά της καρδιάς σας (αυτ. Δευτ. X 16).
[μτγν. ουσ. ακροβυστία]
- H άκρη του δέρματος του ανδρικού αιδοίου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροβυστία [akrovistía] η, med (L)
- ① prepuce, foreskin (syn ακροποσθία)
- ② state of not having been circumcised (ant περιτομή)
[fr MG ← K ἀκροβυστία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακροβυστιάζω.
-
- (Mε σύστ. αντικ. σε μεταφ.) θεωρώ πως κ. είναι ακάθαρτο όπως ένας απερίτμητος:
- (Πεντ. Λευιτ. XIX 23 δις).
[<ουσ. ακροβυστία ή <επίθ. ‑ιος + κατάλ. ‑ιάζω]
- (Mε σύστ. αντικ. σε μεταφ.) θεωρώ πως κ. είναι ακάθαρτο όπως ένας απερίτμητος: