Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροβούνι το [akrovúni] Ο44 : (λογοτ.) η κορυφή του βουνού· κορφοβούνι, βουνοκορφή: Στ΄ ακροβούνια πέφτει χιόνι.
[ακρο- 1 + βουν(ό) -ι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροβούνι [akrovúni] το,
- high point of a mountain, mountain peak, mountain top (syn ακρόβουνο, βουνοκορφή, κορφοβούνι, κορυφή βουνού):
- μέσα από την πρασινοθάλασσα του δάσους υψώνονταν γυμνά τ' ακροβούνια (LAkritas) |
- το δάσος παρθένο, απάτητο, έπιανε ίσαμε τ' ακροβούνια που τα σκέπαζαν οι οξές και τ' άγρια καστανόδεντρα (Sfakianakis) |
- poem στη Λιάκουρα τη δροσερή, στης Γκούρας τ' ακροβούνια (Valaor) |
- παίρνω την ακροποταμιά και φτάνω σ' ~ (Krystallis) |
- μα πια την τέταρτη ροδάτη αυγή τ' άγια ακροβούνια εσβήσαν (Kazantz) |
- μια μέρα, αδέρφια, σκόλη και γιορτή, ροβόλαε απ' τ' ακροβούνια | κι ο Xάρος ανηφόραε στο βουνό κλ κ' ήρθε το αδρύ ξεγύμνωμα της μέρας κ' έδειξε όλη | του ροδοζύμωτου κορμιού τη σάρκα | στητή σα λάγνη αποκοτιά στα ορθόκορμ' ακροβούνια (Bekes)
[fr K or MG ἀκροβούνιν, cpd of ἄκρον βουνίν; cf K ψευδοβούνιον, MG μεσοβούνιν]
- high point of a mountain, mountain peak, mountain top (syn ακρόβουνο, βουνοκορφή, κορφοβούνι, κορυφή βουνού):