Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροβολισμός ο [akrovolizmós] Ο17 : α.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ακροβολίζομαια, η ανάπτυξη στρατιωτών σε αραιή και όχι κατά στοίχους και ζυγούς διάταξη: Προχωρούσαμε σε ακροβολισμό, ακροβολιστά. β. ανταλλαγή δοκιμαστικών βολών μεταξύ αντίπαλων στρατευμάτων: Σκόρπισαν με τους πρώτους ακροβολισμούς. γ. (μτφ.) οι πρώτες διερευνητικές κουβέντες σε μια συζήτηση ή οι πρώτοι δηκτικοί υπαινιγμοί.
[λόγ. < αρχ. ἀκροβολισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροβολισμός [akrovolizmós] ο,
- ① sparse and probing shooting from afar by approaching forces, skirmishing, skirmish (syn ανταλλαγή δοκιμαστικών βολών μεταξύ εχθρικών στρατευμάτων, αψιμαχία, near-syn λιανοντούφεκο):
- έκαμαν ολίγον ακροβολισμόν κ' έφυγαν και πήγαν εις την Tροπολιτζά (Makryg) |
- ξαναήρθε οπίσου ο Mπραΐμης, έκαμε ακροβολισμόν τρεις τέσσερες ώρες (id.) |
- ο Zαΐμης μονάχα έπιασε μικρόν ακροβολισμό κοντά στο χωριό Bόιβοντα (Melas) |
- αφίνουν τους ακροβολισμούς για να κάνουν πολιορκία (Ouranis)
- ② deployment of troops in one sparse line, thin line:
- προχωρούσαμε τοίχο τοίχο αραιωμένοι σε ακροβολισμό (Myriv)
- ③ fig probing, try, attempt (syn απόπειρα, δοκιμαστική κρούση, δοκιμή):
- ζύγωσαν κ' οι δυο κοπέλες, δασκάλες στο Παρίσι. Άρχισαν οι πρώτοι ακροβολισμοί της κουβέντας, οι πρώτες έρευνες, να δης με ποιους μιλάς κλ (Kazantz) |
- και στην ιδέα του ποιητή το ξεχώρισμα του έργου από το δημιουργό του κι από την ατμόσφαιρά του είναι ένας κριτικός ~ (Chourmouzios)
- ⓐ unfavorable or unfriendly allusion, covert reference, insinuation (syn δυσμενής or εχθρικός υπαινιγμός, δηκτική νύξη):
- μου έκαμε ακροβολισμούς |
- η κρίσιμη τούτη και πολυτάραχη συζήτηση άρχισε με δυνατόν ακροβολισμό |
- Γιατί ο Yψηλάντης στις καινούργιες του εντολές δεν κάνει κανένα λόγο για ρούσικη βοήθεια κλ (Melas) |
- poem κι όταν έπειτα ανέβηκε εκείνη |...| και σου 'κανε τους πρώτους ακροβολισμούς, | τις πρώτες νύξεις, | καθόλου δεν υποψιάστηκες (Montis)
[fr K ← AG ἀκροβολισμός]
- ① sparse and probing shooting from afar by approaching forces, skirmishing, skirmish (syn ανταλλαγή δοκιμαστικών βολών μεταξύ εχθρικών στρατευμάτων, αψιμαχία, near-syn λιανοντούφεκο):