Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροβατώ [akrovató] Ρ10.9α : 1.κάνω ακροβασίες1. 2. (μτφ.) κάνω κτ. επικίνδυνο και παράτολμο.
[λόγ. < ελνστ. ἀκροβατῶ `περπατώ στα δάχτυλα΄ κατά τη σημ. της λ. ακροβασία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροβατώ [akrovató] ακροβατείς, only pr
- ① practice or perform acrobatics, act like an acrobat:
- poem ακροβατούν και τα δέντρα μαστιγωμένα | από το καμτσίκι της ασφάλτου (Decavalles) |
- κι ο θάνατός μου τι ήταν αν όχι αυτή η έκλειψη, | όπως μαχαίρι να ακροβατή στο στήθος μου (Laina) |
- ... άλλες κραυγές φυτρώνουν, | βροντοκυλάνε μες στο αίμα σου, ακροβατούν | σε τεντωμένα νεύρα, στο τυφλό σκοτάδι παραπατούν (Kyrou)
- ② fig speak or act without basing o.s. on solidly logical or realistic foundations:
- συχνά ακροβατείτε με μιαν ηρεμία που ξαφνιάζει και προκαλεί (TAthanasiadis) |
- μαζί τους (sc με τις φυσικές καλλονές) και οι ψυχές μας λυγίζουν κι ακροβατούν απάνω στα κλωνιά της χαράς με την ίδια αλαφράδα των χειλιών που τραγουδούν (Athanasiadis-N) |
- poem δε θέλω να 'μαι ποιητής όπως εσείς, | ν' ~ επιμελώς ύστερα από το ζεστό μου μπάνιο (Tsakiris)
[fr K ἀκροβατῶ 'walk on tiptoe']
- ① practice or perform acrobatics, act like an acrobat: