Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροβατισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροβατισμός ο [akrovatizmós] Ο17 : 1.ακροβατική επίδειξη, ακροβασία1. 2. (μτφ.) επιτήδειες και παράτολμες ενέργειες· ακροβασία3: Mεθοδολογικοί ακροβατισμοί. Πολιτικοί ακροβατισμοί. Εντυπωσιάζεται από τις ρητορικές υπερβολές και τους συλλογιστικούς ακροβατισμούς.

[λόγ. ακροβάτ(ης) -ισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροβατισμός [akrovatizmós] ο,
  • ① acrobatic act (dance, leap etc), acrobatism (syn ακροβασία 1b, τα ακροβατικά)
  • ② fig artful and cunning action or showing off (syn πονηρή και έντεχνη ενέργεια):
    • κοινοβουλευτικοί ακροβατισμοί parliamentary acrobatics |
    • επιστημονικοί ακροβατισμοί |
    • εκφραστικοί ακροβατισμοί |
    • ρητορικοί ακροβατισμοί sophist's arguments |
    • μας ενοχλούν κάποιες ρητορικές υπερβολές και ακροβατισμοί, που τόσο γοήτευαν τότε (Tatakis) |
    • η άμεση καταγωγή του έργου απ' την "κομμέντια ντελλ' άρτε" επιτρέπει σε κάθε τόλμη και κάθε ακροβατισμό (στην ερμηνεία της μολιερικής κωμωδίας) (Ploritis) |
    • ο Σουβορίν, η δημοσιογραφική αυτή μεγαλοφυΐα της Pωσίας, είχε μεταβληθή σε λαστιχάνθρωπο, έκανε κάθε πρωί πνευματικούς ακροβατισμούς (Athanasiadis-N)

[fr F acrobatisme, der of acrobat = ακροβάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες