Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροβατικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροβατικός -ή -ό [akrovatikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στον ακροβάτη: Aκροβατικές ασκήσεις. Aκροβατικά γυμνάσματα / νούμερα. Tα ακροβατικά μέρη της όπερας του Πεκίνου. || (ως ουσ.) (συνήθ. πληθ.) το ακροβατικό, η ακροβασία1. 2. (μτφ.) (για πράξη, ενέργεια παράτολμη, επικίνδυνη): Aκροβατική πολιτική. Aκροβατικοί συλλογισμοί.

[λόγ. < γαλλ. acrobatique < acrobat(e) = ακροβάτ(ης) -ique = -ικός (διαφ. το ελνστ. ἀκροβατικός `μηχανή κατάλληλη για ανάβαση΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροβατικός, -ή, -ό [akrovatikós]
  • ① acrobatic:
    • ακροβατική δεξιότητα |
    • ακροβατικά γυμνάσματα, ακροβατικές ασκήσεις |
    • ακροβατικό σύμπλεγμα |
    • ακροβατικό στριφογύρισμα contortion |
    • ακροβατική πτήση trick flying |
    • φιγούρες ακροβατικές, ορχηστικές κλ |
    • ακροβατικό κανκάν |
    • απίθανες ακροβατικές και χορευτικές κινήσεις |
    • ακροβατικές ικανότητες |
    • ακροβατικές σκηνές |
    • το θέμα της "Nυχτερίδας" είναι ο χαριέστατος ίσως ~ καλπασμός διαμέσου όλων των θεατρικών ειδών (Melas) |
    • ήταν ένας ~ χορός του πνεύματος απάνω από έναν γκρεμνό (Theotokas) |
    • κανείς φόβος να το ιδή να εξαρθρώνεται σε κομμάτια δεν τάραζε το φλέγμα, με το οποίο το περνούσε από ακροβατικούς κατήφορους κι ανήφορους, από κοτρώνια κλ (Ouranis) |
    • τα ακροβατικά παλαιστικά κόλπα δίνουν και παίρνουν (NKampanis)
  • ② making sudden changes or reversals in one's opinions or relationships etc, employing devious tricks, artfully cunning, acrobatic:
    • ακροβατική πολιτική |
    • αναγκασμένοι να ομολογήσουν ... την ακροβατικήν ευλυγισία του στίχου (του Pισπαίν) (Palam) |
    • συνάδελφοι όμως του Bαλαωρίτη ... δεν είχαν όλοι τη δική του την ακροβατική αξιοσύνη, για να ξανοιχτούν, όπως εκείνος, σ' ελεύθερη δημιουργία με τα δημοτικά μοτίβα (Apostolakis) |
    • poem αλλά με κάτι ακροβατικούς συμβιβασμούς | απέναντι στον άτεγκτο κατά τ' άλλα εαυτό μας (Papatsonis)

[frK ἀκροβατικός 'fit for mounting', der of ἀκροβάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες