Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροβατικά1 [akrovatiká] ta,
- acrobatics, aerobatic stunts
[substantiv. n of ακροβατικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροβατικά2 [akrovatiká] adv
- acrobatically:
- (ο γάτος) περπατά ~ πάνω στην κόψη της μάντρας (Myriv) |
- (η γάτα) πέρασε ~ το επικίντυνο μεσοτοίχι και σαλτάρισε στη σκάλα (id.) |
- (κοιμόμουνα) με το σώμα ~ και άκαμπτα τεντωμένο πάνω σε τρεις-τέσσερες καρέκλες (Ouranis)
[der of ακροβατικός]
- acrobatically: