Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροβασία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροβασία η [akrovasía] Ο25 : 1.η τέχνη και οι ασκήσεις του ακροβάτη: Οι Kινέζοι έχουν παράδοση στην ~. Tο πρόγραμμα του τσίρκου περιλαμβάνει και επικίνδυνες ακροβασίες, ακροβατικά νούμερα, σχοινοβασία. 2. οποιαδήποτε επικίνδυνη πράξη ή προσπάθεια που απαιτεί ιδιαίτερη ικανότητα ή επιδεξιότητα: Ήταν αδύνατο να τολμήσει την επικίνδυνη ~, να πηδήξει από το ένα παράθυρο στο άλλο. || Aεροπορικές ακροβασίες, επικίνδυνες ασκήσεις επιδεξιότητας με αεροπλάνο. 3. (μτφ.) νοητική ή άλλη ενέργεια, πράξη που, επειδή δεν ακολουθεί ένα δρόμο σίγουρο και δοκιμασμένο, είναι παράτολμη και επικίνδυνη· ακροβατισμός2: Aκροβασίες της σκέψης. Πολιτικές ακροβασίες. Θέλει να εντυπωσιάσει με τις πιο παράδοξες φραστικές και νοητικές ακροβασίες.

[λόγ. < γαλλ. acrobatie < acroba(te) < ελνστ. ἀκροβά(της) -tie = -σία (διαφ. το ελνστ. ἀκρόβασις `στήριγμα (για πόδι τραπεζιού)΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροβασία [akrovasía] η, neol (L)
  • ① the art of the acrobat, acrobatics (syn σχοινοβασία):
    • το τεντωμένο σκοινί ακροβασίας |
    • θα 'ταν αδύνατο βέβαια να κάνη κανείς την επικίνδυνη ~ να το περάση, αν δεν υπήρχε ένα σιδερένιο κάγκελο (Myriv) |
    • μπόρεσε και πέρασε τη ζωή της σαν επάνω σ' ένα τεντωμένο σχοινί ακροβασίας (Ouranis) |
    • σου πιάνεται η πνοή, όταν σηκώνης το κεφάλι, για να παρακολουθήσης την ~ του (sc του ουρανοξύστη) (Charis) |
    • poem χωρίς τον ίλιγγο της ακροβασίας, | χωρίς το σκοτάδι και χωρίς | την κραυγή του ανέμου | ο έρωτας γι' αυτούς αξίζει κάθε περιφρόνηση (Papantoniou)
  • ⓐ acrobatic stunt (syn ακροβατικό κατόρθωμα, pl ακροβατικά):
    • είναι άσος στις ακροβασίες is a stunt man |
    • κάνει ακροβασίες performs stunts |
    • ιππευτική ~ mounted gymnastic stunt |
    • ταυρομαχίες με τις επικίνδυνες ακροβασίες |
    • αεροπορικές ακροβασίες flying-stunts |
    • χωρατατζήδες μάς διασκεδάζουν με τις ευγενικές τους ακροβασίες ή με τις χοντροκομμένες τους φάρσες (Panagiotop) |
    • η Δαφνούλα κάνει σπουδαίες ακροβασίες, περπατά χορευτά πάνω σ' ένα δοκάρι στενό (Myriv) |
    • δίνουν με εκπληκτικές ακροβασίες τη σύγκρουση ανθρώπων και τεράτων (Charis)
  • ② fig cunning or deceitful or dangerous activity (syn ακροβατισμός):
    • όλη η υπόθεση του πνεύματος είναι μια ~ (Chatzinis) |
    • σχετική πρωτοπυπία είναι η ευρεσιέπεια, η φραστική ~ κλ (Panagiotop) |
    • στη θέση της φύσης μπήκε η ~ της έτοιμης φαντασίας (Apostolakis) |
    • η Eλλάδα ... δοκίμασε τους τρόμους μιας επικίνδυνης ακροβασίας με τη συνετότερη αισθηματικότητα (Athanasiadis-N) |
    • poem |
    • άδεια του λόγου ~, | την κοιμισμένη επιθυμία | δε μου ξυπνάς μες στην ψυχή (Panagiotop)
  • ⓑ cunning or deceitful or dangerous act:
    • επικίνδυνες or παράτολμες ακροβασίες |
    • ακροβασίες του πνεύματος |
    • φραστικές ακροβασίες |
    • επιχειρεί τις πιο παράδοξες πνευματικές ακροβασίες |
    • οι ακροβασίες και οι ασάφειες του υπερρεαλισμού |
    • οι νοητικές και ψυχικές ακροβασίες του Nίτσε (Papatsonis) |
    • τα παιδιά των Άλπεων αρέσκονται στις επικίνδυνες ακροβασίες των μεταφυσικών γκρεμνών (id.) |
    • θεωρητικές οικονομικές ακροβασίες, στις οποίες κατέφυγαν οι διοικούντες (PSolomos) |
    • πώς γίνεται να ανέχεται η κοινωνία μας τις ακροβασίες αυτών των ευτελών ερπετών, ακόμη και να τα τιμά; (Papanoutsos)

[neol fr ακροβάτης by anal. of nouns in-βασία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες