Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροβάτισσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακροβάτισσα [akrovátisa] η, neol
  • female acrobat (syn ακροβάτιδα):
    • άλλαξε ένα σωρό επαγγέλματα, ακόμα και τραγουδίστρια σε μιούζικ χολ, χορεύτρια σε τσίρκο και ~ (Nakou) |
    • poem αλλά όπως πάντα σ' έφερε αχ ενωμένη |...| με τη λαστιχένια πηγή της αγωνίας μας | ~ των ονείρων μας (Papatsonis)

[der of ακροβάτης w. suff -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες