Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροατής ο [akroatís] Ο7 θηλ. ακροάτρια [akroátria] Ο27 : α.αυτός που ακούει και παρακολουθεί ένα δημόσιο ακρόαμα (ομιλία, συναυλία κτλ.): Οι ακροατές μιας διάλεξης / μιας συναυλίας, το ακροατήριο. Οι ακροατές του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. β. (σε αντιδιαστολή προς τον κανονικό μαθητή, φοιτητή κτλ.) αυτός που απλώς παρακολουθεί μια σειρά μαθημάτων, χωρίς να έχει άλλες υποχρεώσεις ή δικαιώματα: Γράφτηκε στο πανεπιστήμιο ως ~.
[λόγ. < αρχ. ἀκροατής· λόγ. ακροα(τής) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακροατής ο.
-
- Διαιτητής, κριτής:
- εις τας αναμεταξίας αυτών ακροατήν (Διάτ. Κυπρ. 50315).
[αρχ. ουσ. ακροατής. H λ. και σήμ.]
- Διαιτητής, κριτής:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροατής [akroatís] ο,
- ① one following by ear listening matter such as a play, a musical performance, a lecture, auditor, hearer, listener, watcher, member of the audience:
- οι ακροατές (& L ακροαταί) audience |
- είχε φανατικούς ακροατές |
- και οι ακροαταί - να μη μπαίνη κανένας μέσα (sc στη Συνέλεψη) (Makryg) |
- μετά μια θερμή απαγγελία, που μου 'κανε την παραχώρηση να είμαι ο μόνος ~ ..., της είπα κλ (Melas) |
- είναι πιθανό όλοι οι ακροαταί να μην κατανοούσαν το βαθύτερο νόημά του (Thrylos) |
- έχοντας κοντά του τρεις ή τέσσερεις ακροατές, τους έλεγε πολλά (Voutyras) |
- ο Πάλλα Στρότσι ... έγινε ~ των μαθημάτων του (Kanellop)
- ② educ not regularly registered student or specifically not enrolled for one course of instruction, auditor (ant τακτικός μαθητής or κανονικός σπουδαστής):
- παρακολουθώ τα μαθήματα ως ~ |
- στα μαθήματα του τάδε καθηγητή γίνονται δεκτοί και ακροαταί
[fr MG ακροατής ← K, PatrG ← AG]
- ① one following by ear listening matter such as a play, a musical performance, a lecture, auditor, hearer, listener, watcher, member of the audience: