Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακροατήριο το [akroatírio] Ο40 : το σύνολο των προσώπων που παρακολουθούν και ακούν μια ομιλία, μια συναυλία κτλ.· οι ακροατές: Tο ~ χειροκρότησε τον ομιλητή. Kάποιος από το ~ θέλησε να διακόψει τον ομιλητή. || (νομ.) διαδικασία στο ~, την οποία μπορούν να την παρακολουθήσουν ακροατές.
[λόγ. < ελνστ. ἀκροατήριον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροατήριο [akroatírio] το, gen ακροατηρίου
- ① assembly of listeners, audience (syn ακροατές, σύναξη or συνάθροιση ακροατών):
- μίλησε σε πολύ ~ |
- το πυκνό ~ εχειροκρότησε (καταχειροκρότησε) τον ομιλητή |
- ο καλός ομιλητής έχει πάντοτε ~ |
- τα θρανία τ' αφήσαμε για το ~ (Xenop) |
- τ'ακροατήρια γελούσανε με την καρδιά τους (Melas) |
- το ~ πλήθαινε ολοένα γύρω (Myriv)
- ⓐ public (syn κοινό):
- το αθηναϊκό ~ |
- ούτε πιστεύομε πως η αντικειμενικότητα της τέχνης εξαρτάται από οποιοδήποτε ~ (Tsatsos) |
- όποιος είναι λογοτέχνης δεν κολακεύει του μεγάλου ακροατηρίου τις αθλιότητες (id.)
- ② law place of court sessions, court room:
- δίκη or συζήτηση επ' ακροατηρίου (L) court trial held publicly w. free access to the public at large |
- η υπόθεση παρεπέμθη (L) στο ~ |
- αδίκημα που διεπράχθη στο ~ |
- στο ~ στοιβαγμένο το πλήθος, πυκνό (Palam) |
- πάντα βιάζουνται οι δικαστικοί να φέρουν στο ~ μια υπόθεση που κάνει εντύπωση (Xenop)
[fr K, PatrG ἀκροατήριον, der of ἀκροῶμαι w. suff -τήριον]
- ① assembly of listeners, audience (syn ακροατές, σύναξη or συνάθροιση ακροατών):