Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρινός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακρινός, επίθ.
  • Που βρίσκεται στην άκρη, ακραίος:
    • (Rechenb. 602).

[<ουσ. άκρον + κατάλ. ινός. H λ. στο Du Cange, στο LBG και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρινός -ή -ό [akrinós] Ε1 : (σπάν.) ακριανός.

[μσν. ακρινός < άκρ(η) -ινός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρινός, -ή, -ό [akrinós]
  • ① (being, located) at the end, endmost, farmost (syn in ακραίος 1, ant μεσαίος, μεσιανός):
    • τ' ακρινό παράθυρο, δωμάτιο, μαγαζί |
    • τ' ακρινά σπίτια του χωριού |
    • μια ακρινή γωνιά |
    • οι ακρινές πύλες |
    • δυο ακρινές κολόνες, οι δύο ακρινοί κίονες |
    • ακρινοί πύργοι, ακρινά ταμπούρια, ακρινά κεραμίδια |
    • η ακρινή ελιά του χωραφιού |
    • επήρε τ' ακρινό μονοπάτι του χωριού |
    • καθισμένος στο πιο ακρινό τραπεζάκι |
    • οι δύο ακρινές πλευρές του τετράπλευρου είναι πλατιές |
    • φορεί το δαχτυλίδι στο ακρινό του δάχτυλο on the little finger |
    • τ' ακρινά γράμματα της επιγραφής |
    • δούλευε με το πριάρι του στον Προκοπάνιστο τριγύρω και στο Bασιλάδι, δυο νησιά ακρινά της λίμνης (Vlachogiannis) |
    • αν παίζουν τους στρατιώτες, τη βάζουν (sc τη Mαρία-Aγγελική) στην ακρινή θέση (Ouranis) |
    • η ακρινή (γυναικεία μορφή) φοράει δωρικό πέπλο με απόπτυγμα (Karouzos) |
    • πολλές οπές στο στήθος για τη στήριξη των ακρινών βοστρύχων (Karouzou) |
    • δύο μισά ανθέμια ακρινά (id.) |
    • τρεις νέοι. O μεσαίος συνομιλεί ... με τον τρίτο, ακρινό νέο (Bakalakis) |
    • είχε σπίτι ... ούτε δυο μέτρα απ' τον ακρινό βράχο (Plaskovitis) |
    • poem τες εμάζωξε εις το μέρος | του Tσαλόγγου το ακρινό | της ελευθεριάς ο έρως | και τες έμπνευσε χορό (Solom) |
    • και φτάνει στο ακρινό καστρόπορτο πα στου γκρεμού την ούγια (Kazantz Od 16.354) |
    • πήγε και στάθηκε μπροστά στον ακρινό σύντροφο και τον ρώτησε (Leivaditis)
  • ② faraway, extreme (syn ακραίος 2):
    • (το μήνυμα) περνά εις τα σιμοτινά χωριά και από αυτά έως εις τα ακρινότερα της νήσου (Polylas) |
    • η ανεπάρκεια του ανθρώπου δεν διακρίνει πότε έφτασε στα ακρινά σύνορα (Karouzos) |
    • ο ποταμός αποτελούσε τα σύνορα ανάμεσα στις δυο ακρινές περιοχές, την Aιτωλία και την Aκαρνανία (Karouzou)

[fr LMG ακρινός, der of άκρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες