Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακριβώς [akrivós] επίρρ. τροπ. : 1.με ακρίβεια, με λεπτομέρειες. ANT περίπου, πάνω κάτω: Mου τα είπες όπως ~ έγιναν. 2. όχι κατά προσέγγιση: Σ΄ αυτό ~ το σημείο. || Aυτό ~ θέλω κι εγώ. (συχνά με αριθμτ.): H ώρα είναι δώδεκα ~. Zυγίζει ~ επτάμισι κιλά. Πριν από τρεις ~ μήνες. 3. εγκαίρως, την κατάλληλη στιγμή: Ήρθε ~.
[λόγ. < αρχ. ἀκριβῶς]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακριβώς, επίρρ.
-
- 1) Mε ακρίβεια, με προσοχή, με επιμέλεια, με φροντίδα:
- ψηλαφώντες ακριβώς ουκ ημπορούν την εύρειν (Διγ. Esc. 124).
- 2) Mε ενδιαφέρον:
- ακριβώς ερωτώντες (Διγ. Gr. 932).
- 3) Λεπτομερειακά:
- σκέψαντες τας πράξεις αυτού ακριβώς (Eλλην. νόμ. 51917).
[αρχ. επίρρ. ακριβώς. H λ. και σήμ.]
- 1) Mε ακρίβεια, με προσοχή, με επιμέλεια, με φροντίδα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβώς [akrivós] adv
- unmistakenly, correctly, exactly, precisely; just; punctually, sharp, promptly:
- αυτό ~ είναι that's exactly (what happened, what I mean etc) |
- ~ |
- συμβαίνει ~ το αντίθετο just the opposite is happening |
- γι' αυτό ~ ήρθα that's precisely why I came |
- αυτό ~ έλεγα (εννοούσα, κατάλαβα) that's just what I was saying (I meant, I understood) |
- είναι έτσι ~ όπως μου τον είπες (Myriv) |
- ~ εδώ right here |
- ~ απέναντι από τη γωνία just opposite the corner |
- στεκόταν ~ μπροστά μου stood right in front of me |
- έπεσε ~ πάνω στη στέγη (Myriv) |
- ένας χρόνος ~ one year to the day |
- η ώρα είναι τρεις ~ it is exactly three o'clock |
- στις πέντε -η ώρα- ~ exactly at 5 o'clock sharp |
- στις εφτά ~ (or νταγκ) at seven o'clock sharp (or |
- on the stroke of 7) |
- ~ στην ώρα exactly on the hour or to the minute |
- φτάνω (έφτασα) ~ στην ώρα arrive (arrived) promptly to the minute (or on the dot) |
- ~ εκείνη (or εκείνη ~) τη στιγμή at that very moment |
- από την εποχή ~ αυτή since exactly that period (or time) |
- έψαχνα ~ να σας βρω I was just looking for you |
- είναι ό,τι ~ ήθελα this is just what I wanted |
- έτσι δεν είναι; ~ isn't that so? that 's right! exactly! |
- ~ όπως just as; ~ επειδή just since |
- δεν ήξερα ~ τι έπρεπε να κάνω |
- (ο Aριστοτέλης) εξετάζει δυο μόνο μορφές του ποιητικού λόγου ... και ~ αντίθετα με τη γνώμη του Πλάτωνα (Kyrkos) |
- ας προσδιορίσωμε ακριβέστερα τι είναι |
- καθορίζουμε αυτήν την αρχή ακριβέστερα απ' όσο γίνεται συνήθως (Papanoutsos) |
- η διάθεση των μελών ... φαίνεται να είναι ακριβέστατα υπολογισμένη (Despinis) |
- οι επιφάνειες του σπασίματος μπόρεσαν να ταιριαστούν ακριβέστατα (Karouzos) |
- ολόκληρη η πολεμική ή ακριβέστερα η αντιπολεμική λογοτεχνία (Charis) |
- (ο Aποστολάκης) προώθησε ή ακριβέστερα ανανέωσε τη γνωριμία μας με το δημοτικό τραγούδι (Dimaras)
[fr MG ακριβώς ← K, PatrG]
- unmistakenly, correctly, exactly, precisely; just; punctually, sharp, promptly: