Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακριβός -ή -ό
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ακριβός, επίθ.
  • 1) (Προκ. για ενέργεια) ακριβής, λεπτολόγος, λεπτομερειακός·
    • σωστός, φροντισμένος:
      • μετά ερεύνης ακριβής σκοπών καλώς τα πάντα (Bέλθ. 643· Rechenb. 8613).
  • 2)
    • α) Φιλάργυρος, τσιγκούνης:
      • H Πουλισένα είναι ακριβή κι εις το τορνέσι αράσσει (Kατζ. Γ´ 7
    • β) άπληστος:
      • πότ’ ένας ακριβός την πεθυμιάν του χορταίνει με τα πλούτη; (Eρωφ. Γ´ 418).
  • 3)
    • α) Που πουλιέται σε ακριβή τιμή, που στοιχίζει ακριβά:
      • λίτραν βοτάνιν ακριβόν είχες αγορασμένον (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1119
    • β) (προκ. για χρόνο) που επικρατεί μεγάλη ακρίβεια:
      • σύναξε … τα σιτάρια … να τα έχεις τους ακριβούς χρόνους (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 149v).
  • 4)
    • α) Aγαπητός, προσφιλής:
      • ταίρι ακριβό μου και γλυκύ (Eρωφ. E´ 445
    • β) αρεστός, ευχάριστος:
      • H καλή ορμασία ένι πολλά ακριβόν προς τον Θεόν (Aσσίζ. 3637
      • φρ. έχω ακριβό να … = εκτιμώ ιδιαίτερα, μου είναι πολύ ευχάριστο να …:
        • (Pοδολ. B´ 244).
  • 5)
    • α) Πολύτιμος, βαρύτιμος, που έχει μεγάλη αξία:
      • ακριβόν λιθάρι (Iστ. Bλαχ. 1563
      • μαντάτο ακριβότατο (Kατζ. Δ´ 46
    • β) (προκ. για πρόσωπα) σπουδαίος, σημαντικός, αξιόλογος, αξιοπρόσεκτος:
      • (Φορτουν. E´ 410).
  • 6) Σπάνιος:
    • ω παρθενιά, πώς πλήσια είσ’ ακριβή στην σήμερον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [375]).
  • 7) Φημισμένος, ξακουστός:
    • οπού ’τονε πολλά ακριβό όλο το στράτευμά του (Tζάνε, Kρ. πόλ. 39824).
  • 8) (Προκ. για σημείο του σώματος) καίριος, επικίνδυνος:
    • με τη ζερβή παλεύγου, με τη δεξά βαρίσκουσι, τόπο ακριβό γυρεύγου (Eρωτόκρ. Δ´ 1844).

[<επίθ. ακριβής. H λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακριβός -ή -ό [akrivós] Ε1 : 1.ANT φτηνός. α. (για εμπορεύσιμα είδη κτλ.) που προσφέρεται σε πολύ ή υπερβολικά υψηλή τιμή: Mην το αγοράζεις, είναι πολύ ακριβό! Tο ακριβότερο δεν είναι πάντοτε το καλύτερο. Aκριβά υλικά / ρούχα / ποτά. β. (για έμπορο, επαγγελματία κτλ. ή κατάστημα κτλ.) που πουλά προϊόντα ή υπηρεσίες σε πολύ ή υπερβολικά υψηλή τιμή: ~ μανάβης / τεχνίτης. Aκριβό κατάστημα / εστιατόριο. ΠAΡ ~ στα πίτουρα και φτηνός στα λάχανα / στ΄ αλεύρι, αυστηρός και φειδωλός για ασήμαντα θέματα αλλά επιεικής για σοβαρότερα. 2. (οικ.) για πρόσωπο που το αγαπά κάποιος πολύ, ιδιαίτερα· μονάκριβος: Aκριβέ μου φίλε. Aκριβή μου αγάπη. ακριβούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ακριβά ΕΠIΡΡ σε υψηλότατη ή υπερβολική τιμή: Πουλώ / αγοράζω κτ. ~. Kοστίζει ~. (έκφρ.) πληρώνω (κτ.) ~, υφίσταμαι βαρύτατες, πολύ δυσάρεστες συνέπειες, τιμωρούμαι: Aυτό που μου ΄κανες θα το πληρώσεις ~. Πλήρωσε ~ την επιπολαιότητά του. ΦΡ πουλάω ~ το τομάρι* / το πετσί* μου. ακριβούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[μσν. ακριβός (στη νέα σημ.) < αρχ. ἀκριβ(ής) (ελνστ. σημ.: `τσιγκούνης΄), μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ. -ός· μσν. ακριβούτσικος < ακριβ(ός) -ούτσικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακριβός1 [akrivós] ο,
  • the dear one, the beloved
  • ⓐ son
  • ⓑ husband (syn άντρας, ο σύζυγος)
  • ⓒ fiancé (syn αρραβωνιαστικός, μνηστήρας)
  • ⓓ lover, boyfriend (syn εραστής, ερωμένος, ο καλός, ο φίλος):
    • ο ~ της γύρισε από τα ξένα |
    • κάνεις σα να κρατής το θάνατο κανενού ακριβού σου (Vlachogiannis) |
    • τ' απαλό χάδι ... η συρμένη της σιγαλινή σαν το νανούρισμα μιλιά είχανε γλυκάνει του ακριβού της την καρδιά (id.) |
    • η θεια Γιώργαινα ... έρχεται να σηκώση τον ακριβό της (Peranthis) |
    • folks. θέλω να τον καταραστώ και πάλι τον λυπιούμαι, | τ' είν' ~ της μάνας μου και μοναχός δικός μου (Petrop) |
    • κυρά μου τον υγιόκαν σου, κυρά τον ακριβόν σου (id.) |
    • poem και στο σπίτι τ' άραχνο | γυρνώντας, ω ακριβέ μας, | γίνε αεροφύσημα | και γλυκοφίλησέ μας (Palam) |
    • ποιον ακριβό θα κλάψουνε και ποιόνε θ' αγκαλιάσουν (Markoras) |
    • του ακρωτηριού το κύμα, | οπού 'χε γένει απάντεχα | στους ακριβούς σου μνήμα (id.) |
    • σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου (Seferis) |
    • σύρε, ακριβέ μου, στο καλό, μη σε προφτάση η μπόρα (Karyotakis)

[substantiv. m of ακριβός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακριβός2, -ή, -ό [akrivós]
  • ① high-priced, costly, expensive (syn L υψηλής τιμής, ant φτηνός):
    • ακριβό πράγμα |
    • ακριβά εμπορεύματα (έπιπλα, ρούχα) high-priced merchandise (furniture, clothes) |
    • ακριβά πιοτά |
    • ακριβό κρέας, λάδι, τυρί, ψωμί |
    • ακριβή τιμή high price (syn υψηλή τιμή) |
    • ακριβό ημερομίσθιο high daily wage (syn υψηλό ημερομίσθιο) |
    • prov phr τ' ακριβό πράμα την τιμή του βγάνει or τ' ακριβό πράμα έχει τον παρά του μέσα or τ' ακριβό πράμα τα λεπτά του τα 'χει μέσα or τ' ακριβό πράμα είναι και φτηνό high-priced quality merchandise is in fact a good investment
  • ⓐ requiring high expenditure, expensive (syn δαπανηρός, πολυδάπανος, πολυέξοδος):
    • η ζωή στην πόλη είναι ακριβή |
    • τα μακρινά ταξίδια είναι ακριβά
  • ⓑ fig involving losses, sacrifices, expenditure of resources, expensive, costly:
    • πολύ ακριβό τίμημα πληρώσαμε για τις σωτηρίες της (Theotokas) |
    • η φήμη ήταν πολύ ακριβότερη από όσο είναι σήμερα (Panagiotop) |
    • ο ελεύθερος άνθρωπος έρχεται ώρα να διαλέξη ανάμεσα στη φτηνή ευχαρίστηση και στον ακριβό πόνο (Papanoutsos)
  • ⓒ selling at high prices (ant φτηνός):
    • ~ έμπορος |
    • ακριβό κατάστημα (μαγαζί)
  • ② of (high) value, (very) valuable, precious (syn βαρύτιμος L, πολύτιμος):
    • ~ |
    • ακριβό δώρο, χάρισμα |
    • ακριβό θυμητικό precious memento |
    • ακριβά φυλαχτά |
    • τα διαμάντια, τα μαργαριτάρια είναι ακριβά |
    • ακριβό στολίδι, ακριβό γιορντάνι, ακριβό χαλί |
    • ακριβά χαλιά, ακριβά προικιά |
    • ένα ακριβό μυστικό |
    • το δίδαγμα των παλιών Eλλήνων μένει πάντα ακριβό και πολύτιμο (Kakridis) |
    • η θύμησή του θα με συνοδεύη σε όλη τη ζωή σαν κάτι ακριβό πολύ (id.) |
    • gnom απ' όλους τους πιο ακριβούς θησαυρούς ο ακριβότερος είναι η γνώση (Vrettakos) |
    • λατρεύουν την τέχνη τους ωσάν το πλέον ακριβό πράγμα της ζωής (Solom) |
    • οι Έλληνες έχουν νοιώσει το πόσο ακριβό χάρισμα των θεών στους ανθρώπους είναι ο λόγος (Panagiotop) |
    • την αγάπη της την κρατούσε καθώς ακριβή παρακαταθήκη στην καρδιά του (id.) |
    • folks. κι ο κύρης της της χάρισε την ακριβή κορώνα (Petrop) |
    • poem πιστέψετε π' ό,τι θα πω είν' ακριβή αλήθεια (Solom) |
    • όμως | μια θύμηση ακριβότατη τον κόπο του αλαφρώνει (Palam) |
    • τόσος καιρός επέρασε από τότε | κι όμως δε φεύγει τ' όραμά του τ' ακριβό (Xydis)
  • ⓓ fig valued, esteemed:
    • ακριβή γνώση, ακριβή χαρά, ακριβή γενιά |
    • ακριβό ιδανικό, ακριβό μέλημα |
    • μια ποίηση που έγινε βαρυσήμαντη παράδοση κι ακριβή (Panagiotop) |
    • δοκίμαζε κι αυτός απόψε την ακριβή χαρά της ανταμοιβής (Terzakis) |
    • ο ιστορικός της φιλοσοφίας ακριβό μέλημά του θεωρεί να φυλάγεται από τις παγίδες που του στήνουν σε κάθε βήμα του οι ίδιοι όροι (Tatakis) |
    • βλέπει τη γυναίκα ανώτερο πλάσμα, ενσάρκωση των πιο ακριβών ιδανικών αρετής και αγνότητος (id.) |
    • folks. να 'ν' από ακριβή γενιά κι από μεγάλο σπίτι (Petrop)
  • ③ parsimonious, miserly, niggardly, stingy, of persons (syn ακριβοχέρης, σφιχτός, τσιγκούνης, φιλάργυρος, ant ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος, απλοχέρης, κουβαρντάς, σπάταλος):
    • gnom ~ κελάρης καλός κελάρης |
    • prov ~ στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι he is miserly in worthless things but squanders on things of value, senselessly economical, penny wise pound foolish |
    • απ' ακριβό βλέπεις, από γουλιάρη δε βλέπεις one receives little from the miserly but expects nothing from the glutton |
    • των ακριβών τα χρήματα σε χαροκόπου χέρια the miser's riches often fall into the spendthrift's hands
  • ④ fig beloved, dear (syn ακριβαγάπητος, λατρευτός, πολυαγαπημένος, πολύτιμος):
    • έχω ένα φίλο ακριβό |
    • ακριβέ μου φίλε (syn πολύτιμε φίλε μου) |
    • ακριβό μου παιδί |
    • η ακριβή μου μάνα |
    • έχει κόρη ακριβή |
    • περιμένει τον ακριβό της γιο |
    • η ακριβή εικονίτσα σου |
    • gnom οπ' έχει φίλον ακριβό έχει μεγάλο θησαυρό (Kontogiannis) |
    • του είχαν ολίγο πρωτύτερα σκοτώσει το ακριβότερό του παιδί (Solom) |
    • χαιρετισμούς εγκάρδιους, ακριβούς (Palam) |
    • ο γέρος ... φώναξε το παιδί του, τον ακριβό του κληρονόμο (Vlachogiannis) |
    • folks. τι μ' έχει η μάνα μ' ακριβή κι ο κύρης μου χαϊδιάρα (Petrop) |
    • poem ο πυργαφέντης | σηκώνει το γιομάτο, χαιρετάει τον ακριβό του ξένο (Kazantz Od 20.150) |
    • όλους τους ακριβούς του βλάμηδες τους κουβαλάει μαζί του (ib 21.24) |
    • να ξαναϊδούν γυρεύουνε την ακριβή τους χώρα (Markoras) |
    • ξύπνα, ακριβή κυρά μου, | κ' εγώ σε καρτερώ (Malakasis) |
    • παράθυρα μανταλωμένα πάνω σε πρόσωπα ακριβά windows locked on faces one loves (Seferis) |
    • κ' εμείς, που τόσο αγαπηθήκαμε, | θα φύγωμε, ακριβό μου ταίρι (Zevgoli)

[fr MG ακριβός ← late Koine ακριβός (cf ακριβότερον in Draco, 140 AD), which fr ακριβής by anal. of syn like δαπανηρός, πολύτιμος etc; cf K, ByzG ευθηνός bes ευθενής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες