Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακριβοπουλώ [akrivopuló] Ρ10.1α : πουλώ κτ. πολύ ακριβά.
[ακριβο- 1 + πουλώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβοπουλώ [akrivopuló] ακριβοπουλείς, ακριβοπουλάω, ακριβοπουλάς, ipf ακριβοπουλούσα, ακριβοπούλια, aor ακριβοπούλησα, pass 3sg ακριβοπουλιέται
- ① trans & intr sell at a (very) high price (syn μοσκοπουλώ, ant ακριβαγοράζω):
- επειδή είναι λίγα, τ' ακριβοπουλούνε (τα φρούτα, τα χόρτα, τα ψάρια κλ) |
- ακριβοπουλήθηκε η σταφίδα, ο καπνός |
- gnom, region. ακριβοπούλιε και δίκαια ζύγιαζε |
- έπλεκαν θαυμάσιες νταντέλες με κοπανέλια ... κρητικά μέρλα τις έλεγαν τότε στη Zάκυνθο που τις ακριβοπουλούσαν (Xenop) |
- folks. να μην εβαρυζύγιαζες, μπεκιάρη, μπεκιάρη, | μπεκιάρη παλληκάρι, να μην ακριβοπούλιες; (Petrop) |
- poem και ν' ~ με το φλουρί το ξακουστό φιλί σου (Kazantz Od 9.1258)
- ⓐ offer for sale at a high price:
- ακριβοπουλάει τη δούλεψή του, τ' όνομά του |
- επαναλάβαιναν μονότονα, έστω και με άρτια τεχνική, λίγα παλιά πρότυπα κι ακριβοπουλούσαν τις κοινοτοπίες τους σ' αφελείς νεόπλουτους Pωμαίους (Roufos)
- ② fig sell dearly, sacrifice (syn θυσιάζω):
- οι πολιορκημένοι ακριβοπούλησαν τη ζωή τους |
- εγώ θα σου πω για τη γνωστική παλληκαριά, που ξέρει ν' ακριβοπουλιέται, μα δεν είναι πολύ συχνό ψώνιο στου πολέμου τα παζάρια (Vlachogiannis)
[cpd of ακριβά πουλώ]
- ① trans & intr sell at a (very) high price (syn μοσκοπουλώ, ant ακριβαγοράζω):