Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακριβοπληρώνω [akrivopliróno] -ομαι Ρ1 : α.πληρώνω κτ. πολύ ακριβά. β. τιμωρούμαι αυστηρά για κτ. που έκανα.
[ακριβο- 1 + πληρώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβοπληρώνω [akrivopliróno] aor ακριβοπλήρωσα, pass ακριβοπληρώνομαι, ppp ακριβοπληρωμένος
- ① pay a high price for, pay dearly, compensate very well; overpay, pay through the nose (syn πληρώνω ακριβά; πληρώνω πολύ καλά):
- ακριβοπληρώνεις την εξαιρετική ποιότητα, το καλό πράμα, το καλό φαΐ, το καλό κρασί |
- έφαγε άσχημα και ακριβοπλήρωσε (Ouranis) |
- ακριβοπλήρωνε για φυτά και μπόλια (Nikolaidis) |
- (άλλες χώρες) διψούν από εκλεκτούς ανθρώπους και ξέρουν να τους εκτιμούν και να τους ακριβοπληρώνουν (Papanoutsos)
- ② sustain an excessive loss or punishment or penalty (for wrongdoing, offense, fault, error, omission) (syn υφίσταμαι μεγάλη απώλεια, τιμωρούμαι υπερβολικά):
- οι εκδρομείς υπέφεραν και ακριβοπληρώνουν τα δεινά τους |
- ακριβοπλήρωσα τη φιλία μου με τον τάδε |
- θα μου πληρώση την προσβολή που μου 'καμε |
- (τις ιδέες) τις δικές μου μια φορά τις έχω ακριβοπληρωμένες (Terzakis) |
- η περίοδος της τουρκοκρατίας είναι και ένα σκληρό μάθημα που το ακριβοπλήρωσαν επι αιώνες οι αλλεπάλληλες γενιές των Eλλήνων (Vacalop)
[cpd of ακριβά πληρώνω]
- ① pay a high price for, pay dearly, compensate very well; overpay, pay through the nose (syn πληρώνω ακριβά; πληρώνω πολύ καλά):