Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβοπληρωμένος, -η, -ο [akrivopliroménos]
- ① paid for (or bought) at a high price, costly, paid for dearly, overpaid:
- ακριβοπληρωμένοι υπάλληλοι, εργάτες |
- ακριβοπληρωμένη διαφήμιση |
- αρνούμαι ν' αναλάβω εκτρώσεις και μάλιστα τις ακριβοπληρωμένες από κοσμικές κυρίες (Katsigra) |
- περίμενα να την καμαρώσω με το ακριβοπληρωμένο, ωραίο κιμονό (Melas) |
- φουσκώνει η έπαρσή μας, όταν ακούμε τους ξενόφωνους ύμνους, κάποτε ακριβοπληρωμένους (Palaiologos) |
- δε βρίσκαν στάρι παρά λιγοστό κι ακριβοπληρωμένο (Samaras)
- ② that has cost dearly (materially or otherwise) (syn ακριβοπλήρωτος):
- ακριβοπληρωμένη πείρα, ταλαιπωρία, λευτεριά |
- ο λόγος του Δραγούμη ... αυτήν ακριβώς την ακριβοπληρωμένη παραίτηση έρχεται να εκφράση (Angelou) |
- poem ... τα ζύγισε όλα μες στο νου της | και με σκέψη περισσή | βρήκε τόσα επιχειρήματα λογής | κι όλ' ακριβοπληρωμένα (Stavrou Ar)
[ppp of ακριβοπληρώνω]
- ① paid for (or bought) at a high price, costly, paid for dearly, overpaid: