Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβοπλήρωτος, -η, -ο [akrivoplírotos] (& ακριβοπλέρωτος) D & lit
- of high cost, costly (syn ακριβοπληρωμένος 2):
- poem προτίμησαν προς το παρόν να βγούνε στα χωριά της περιοχής | κι ο καθένας με το φεγγαρόφωτο ή την αυγή | κουνάβια ακριβοπλήρωτα να πιάνουν και να τα πουλούν | για τους τρυφερούς σας ώμους, | κυρίες μου! (Meskos) |
- παλαιικέ καημέ κι απ' της παλιάς μου | ζωής ακριβοπλέρωτη στιγμούλα (AKyriazis)
[cpd of ακριβά πληρωτός]
- of high cost, costly (syn ακριβοπληρωμένος 2):