Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακριβοθυγατέρα η [akrivoθiγatéra] Ο26 : (λογοτ.) πολυαγαπημένη κόρη, συνήθ. για μοναχοκόρη.
[ακριβο- 1 + θυγατέρα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβοθυγατέρα [akrivoθiγatéra] η,
- much beloved daughter, usu of an only daughter:
- folks. ψες έχασα μια λυγερή, μια ~ (NPolitis) |
- μια μάνα είχε όμορφη ~ |
- poem μ' ανάθρεφ' ο πατέρας μου ~ (Palam) |
- κ' η ~ του Aστραπόγιαννου | κατάκαρδα λαβώνεται και πάει (id.)
[cpd of ακριβή θυγατέρα; cf ακριβογιός]
- much beloved daughter, usu of an only daughter: