Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακριβοζυγισμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακριβοζυγισμένος, -η, -ο [akrivoziyizménos]
  • carefully examined, scrutinized:
    • ακριβοζυγισμένη διάγνωση |
    • οι πράξεις τους είναι συστηματικές και ακριβοζυγισμένες με ανεπτυγμένο το ένστικτο της τάξεως και της παραδόσεως (Louros)

[cpd of ακριβά ζυγισμένος; cf ακριβοεξετάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες