Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβοζυγισμένος, -η, -ο [akrivoziyizménos]
- carefully examined, scrutinized:
- ακριβοζυγισμένη διάγνωση |
- οι πράξεις τους είναι συστηματικές και ακριβοζυγισμένες με ανεπτυγμένο το ένστικτο της τάξεως και της παραδόσεως (Louros)
[cpd of ακριβά ζυγισμένος; cf ακριβοεξετάζω]
- carefully examined, scrutinized: