Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβοεξετάζω [akrivoeksetázo] (& ακριβοξετάζω)
- examine carefully, scrutinize (near-syn ακριβολογώ):
- ακριβοεξετάζοντας τη φθορά των πραγμάτων αυτών ... κατάντησα να πιστεύω, πως είμαι τόσο ακατάλληλος για όλον αυτόν τον τρόπο της έρευνας, όσο κανείς άλλος (Theodorakop)
[cpd of MG ακριβά 'accurately, in detail' (syn ακριβώς) & εξετάζω (w. 2nd form ξετάζω)]
- examine carefully, scrutinize (near-syn ακριβολογώ):