Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβοδίκαια [akrivo∂ícea] adv
- righteously, scrupulously:
- μοιράζουν την περιουσία ~ |
- στολίζεται το έργο με καμιάν εξηνταριά χάραξες eau-forte του ζωγράφου, που είναι ... τόσο λεπτά, στοχαστικά και ~ δουλεμένες (Papatsonis)
[der of ακριβοδίκαιος]
- righteously, scrupulously: