Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακριβαίνω [akrivéno] Ρ7.4α : α.(για εμπορεύματα κτλ.) αυξάνει η τιμή πώλησής μου: Aκρίβυνε η ζάχαρη / το ψωμί. Θα ακριβύνει κι άλλο το αεροπορικό εισιτήριο. β. (σπανιότ.) αυξάνω την τιμή πώλησης πράγματος: Πάλι το ακρίβυνες το λάδι;
[ακριβ(ός) -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακριβαίνω.
-
- Γίνομαι ακριβός, ανεβαίνει η τιμή μου:
- ακρίβυνε το αλεύρι (Rechenb. 54).
[<επίθ. ακριβός + κατάλ. ‑αίνω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Γίνομαι ακριβός, ανεβαίνει η τιμή μου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβαίνω [akrivéno] aor ακρίβυνα
- ① trans raise, increase the price of (syn ανεβάζω [L αυξάνω] την τιμή, ανατιμώ L, ant κατεβάζω την τιμή, υποτιμώ):
- ~ τα εμπορεύματα, τα είδη του καταστήματος |
- οι μπακάληδες ακρίβυναν τα τρόφιμα, τα χόρτα, τα φασόλια |
- ο χασάπης ακρίβυνε το κρέας
- ② intr rise in price, go up (syn ανεβαίνει η τιμή μου, γίνομαι ακριβότερος, ant κατεβαίνει η τιμή μου, φτηναίνω):
- όλα τα είδη θ' ακριβύνουν |
- το γάλα (το κρέας, το ψωμί) ακρίβυνε |
- τα υφάσματα έχουν ακριβύνει
- ⓐ require more expenditure, become more expensive (syn γίνομαι δαπανηρός) (of living):
- η ζωή ακρίβυνε |
- η ζωή στην Aθήνα έχει ακριβύνει πολύ
[fr MG ακριβαίνω, aor ακρίβυνα, origin. pr ακριβύνω (so dial Pontic), der of ακριβός]
- ① trans raise, increase the price of (syn ανεβάζω [L αυξάνω] την τιμή, ανατιμώ L, ant κατεβάζω την τιμή, υποτιμώ):