Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακριβά, επίρρ.
-
- 1)
- α) Mε ακρίβεια, λεπτομερώς:
- αν θέλεις να μάθεις ακριβά … (Mαχ. 56424)·
- β) με λεπτολογία:
- Έχω του να σας κρίνω πολλά ’κριβά (Bέλθ. 606).
- α) Mε ακρίβεια, λεπτομερώς:
- 2) Mε επιμέλεια, με προσοχή:
- ακριβά το φύλαγε, ότ’ είναι τιμημένο (ενν. το εγκόλπιον) (Iμπ. 259).
- 3) Θερμά, υπερβολικά:
- τον ηγάπησε πολλά ’κριβά η ρηγίνα (Θησ. Δ´ [597]).
- 4) Mε μεγάλη αμοιβή, σε μεγάλη τιμή, με μεγάλο αντάλλαγμα:
- τ’ αγόρασα (ενν. τα φιλιά) πολλά ’κριβά (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [329]).
[<επίθ. ακριβός. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβά1 [akrivá] adv
- ① at a high or excessive price, expensively, dearly (ant φτηνά):
- αγοράζει φτηνά και πουλάει ~ |
- το κρέας πουλιέται ~ εφέτος |
- θα του κοστίση ~ it will cost him dearly |
- τα μαγαζιά νοικιάζονται ~ στο δρόμο εκείνο (Palam) |
- το καλό, όπως όλα τα σπάνια πράγματα, κοστίζει ~ (Papanoutsos) |
- ο νοικοκύρης μού γύρευε ~ (για το κομμάτι) (KChatzop) |
- poem ο ήλιος σας θα 'ναι ~ πληρωμένος (Vrettakos)
- ⓐ w. high or excessive compensation or fee (syn αδρά 3):
- οι υπηρεσίες του πληρώνονται ~ his services are highly paid |
- οι ειδικοί γιατροί πληρώνονται ~ |
- ο γιατρός μας παίρνει ~ για επίσκεψη
- ② usu fig in excessive restitution, dearly (syn αδρά):
- το περιβάλλον πληρώνει τη ζημία και την πληρώνει ~ (Theotokas) |
- phr θα (μου) το πληρώσης ~ (threat to a wrongdoer) you'll pay dearly for it, you'll not get away unscathed, you will pay through the nose for it |
- πληρώνω το λάθος μου ~ I pay dearly for my mistake |
- το πληρώνει ~ he's made to smart for it |
- πλήρωσεν ~ το θάρρος του |
- θα την πληρώση την τόλμη του ~ |
- μπορούσε να πληρώση ~ το πραξικόπημά του |
- πολύ ~ κόστισε η αργοπορία, η αδιαλλαξία κλ |
- πείσματα και ακρότητες του στοίχισαν ~ |
- ο αγαθός δάσκαλος πλήρωσε ~ την κακοδοξία του (Theodoridis) |
- η άγνοιά τους πληρώνεται ~ (Katsigra) |
- θα πρέπη ίσως και πάλι ~ να πληρώσωμε την ύβρη (Thrylos) |
- η μεγάλη επιτυχία ... πληρώνεται ~ με πολλές αποτυχίες (Karouzos) |
- η πλάνη ήταν μεγάλη και το έθνος την επλήρωσε ~ (Charis) |
- (ο Iσπανός) είχε ιερό πάθος για την τόσο ~ πληρωμένη ανεξαρτησία του (Kanellop) |
- poem και το κάστρο το ηλιοστάλαχτο | σα να πλήρωνε ακριβότατα | ποιος γνωρίζει τι μεγάλο κρίμα (Palam)
[fr MG ακριβά, der of ακριβός; for C ότερα cf K ἀκριβότερον (2nd c. AD)]
- ① at a high or excessive price, expensively, dearly (ant φτηνά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβά2 [akrivá] ta,
- precious goods or possessions (syn πολύτιμα αγαθά):
- ο νους μας, η ζωή, το έχει μας, όλα μας τ'' ~ δοθήκανε στον πόλεμο (Vlachogiannis) |
- μα καλά, όταν πρόκειται για ένα σαπούνι ή για ένα πακέτο τσιγάρα ή για ένα μπουκάλι κρασί. Mα και για τα πιο ~ και για τα πιο αναπαλλοτρίωτα του ανθρώπου; (Panagiotop)
[substantiv. n pl of ακριβός]
- precious goods or possessions (syn πολύτιμα αγαθά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβαγάπητος, -η, -ο [akrivaγápitos]
- dearly or tenderly loved (syn πολυαγαπημένος):
- είναι μοναχογιός κι ~
[cpd of MG ακριβά 'affectionately' & αγαπητός or der of ακριβαγαπώ]
- dearly or tenderly loved (syn πολυαγαπημένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβαγαπώ [akrivaγapó] ακριβαγαπάς, mi ακριβαγαπιόμαστε
- love dearly or tenderly or very much (syn αγαπώ τρυφερά or πολύ, πολυαγαπώ):
- τα δυο παιδιά ακριβαγαπιούνταν (Vlami)
[cpd of MG ακριβά 'affectionately, tenderly' & αγαπώ]
- love dearly or tenderly or very much (syn αγαπώ τρυφερά or πολύ, πολυαγαπώ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβαγοράζω [akrivaγorázo] pass ακριβαγοράζομαι, ppp ακριβαγορασμένος,
- purchase at a high or excessive price (syn αγοράζω ακριβά, ant αγοράζω φτηνά):
- τ' ακριβαγόρασε το σπίτι |
- το καλό πράμα πάντα τ' ακριβαγοράζουμε |
- ο Zήσης ο ρέμπελος ήταν ακριβαγορασμένος για τη δουλειά (Vlamis)
- ⓐ fig acquire w. some sacrifice (syn αποκτώ με κάποια θυσία):
- τον τίτλο τον ακριβαγόρασε με εργασία και μόχθο
[cpd of ακριβά αγοράζω; cf ακριβοπουλώ]
- purchase at a high or excessive price (syn αγοράζω ακριβά, ant αγοράζω φτηνά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβαγόραστος, -η, -ο [akrivaγórastos] rare
- purchased dearly (syn ακριβαγορασμένος, πολύτιμος, ant αγορασμένος φτηνά)
[der of ακριβαγοράζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακριβαίνω [akrivéno] Ρ7.4α : α.(για εμπορεύματα κτλ.) αυξάνει η τιμή πώλησής μου: Aκρίβυνε η ζάχαρη / το ψωμί. Θα ακριβύνει κι άλλο το αεροπορικό εισιτήριο. β. (σπανιότ.) αυξάνω την τιμή πώλησης πράγματος: Πάλι το ακρίβυνες το λάδι;
[ακριβ(ός) -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακριβαίνω.
-
- Γίνομαι ακριβός, ανεβαίνει η τιμή μου:
- ακρίβυνε το αλεύρι (Rechenb. 54).
[<επίθ. ακριβός + κατάλ. ‑αίνω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Γίνομαι ακριβός, ανεβαίνει η τιμή μου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβαίνω [akrivéno] aor ακρίβυνα
- ① trans raise, increase the price of (syn ανεβάζω [L αυξάνω] την τιμή, ανατιμώ L, ant κατεβάζω την τιμή, υποτιμώ):
- ~ τα εμπορεύματα, τα είδη του καταστήματος |
- οι μπακάληδες ακρίβυναν τα τρόφιμα, τα χόρτα, τα φασόλια |
- ο χασάπης ακρίβυνε το κρέας
- ② intr rise in price, go up (syn ανεβαίνει η τιμή μου, γίνομαι ακριβότερος, ant κατεβαίνει η τιμή μου, φτηναίνω):
- όλα τα είδη θ' ακριβύνουν |
- το γάλα (το κρέας, το ψωμί) ακρίβυνε |
- τα υφάσματα έχουν ακριβύνει
- ⓐ require more expenditure, become more expensive (syn γίνομαι δαπανηρός) (of living):
- η ζωή ακρίβυνε |
- η ζωή στην Aθήνα έχει ακριβύνει πολύ
[fr MG ακριβαίνω, aor ακρίβυνα, origin. pr ακριβύνω (so dial Pontic), der of ακριβός]
- ① trans raise, increase the price of (syn ανεβάζω [L αυξάνω] την τιμή, ανατιμώ L, ant κατεβάζω την τιμή, υποτιμώ):